του ΜΠΑΜΠΗ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Τα τελευταία δύο χρόνια, έχει αρχίσει να τίθεται επιτακτικά η ανάγκη απάντησης αναφορικά με την παραμονή μας ή όχι στην ζώνη του €, στη νομισματική ένωση ή ακόμα και στην ίδια την Eυρωπαϊκή Eνωση. Αυτήν τη φορά όμως τίθεται σε μία άλλη βάση, με διαφορετική βαρύτητα, με σοβαρότερες, θα έλεγε κανείς, επιπτώσεις. Τούτη τη φορά δεν είναι ένα απλό ιδεολογικό ζήτημα για την συμμετοχή ή όχι σε έναν αμιγώς ιμπεριαλιστικό μηχανισμό, ούτε η επιλογή σε ποια σφαίρα επιρροής θα ανήκει κανείς.
Η Ελλάδα σήμερα είναι στο στόχαστρο κάπου μεταξύ της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που έχουν πάψει να αποδίδουν, ενός γεωστρατηγικού σχεδιασμού επανακαθορισμού των σφαιρών επιρροής και των παγκόσμιων γεωστρατηγικών συσχετισμών, ενός ανοιχτού κεφαλαιϊκού πολέμου μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στο μέσο μιας διαπάλης μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσώμενων κεφαλαίων που θέλουν να παίξουν ρόλο στην περιοχή.
Μία τέτοιου είδους συζήτηση προκαλεί – και λογικό είναι – τριβές και αντεγκλήσεις σχετικά με το ποια είναι η πιο σωστή θέση αλλά και η πιο σωστή πολιτική. Ακόμα και για αυτούς που μέχρι πριν λίγα χρόνια, δεν υπήρχε καν θέμα, έχει αρχίσει να αμφισβητείται η δυνατότητα παραμονής μας στην €ζώνη. Ακόμα και αυτοί που δεν μπορούσαν να φανταστούν την Ελλάδα εκτός της «ενωμένης Ευρώπης», έχουν αρχίσει να προβληματίζονται για την παραμονή μας σε αυτή.
Είναι όμως ζήτημα πολιτικής θέσης ή τακτικής σε σχέση με το κίνημα και τον λαό; Είναι αίτημα ζύμωσης ή υπάρχει επιτακτική ανάγκη απάντησης; Είναι εν ολίγοις το σύνθημα ή η «γραμμή» που μπορεί να οδηγήσει το τρένο της ιστορίας στον επόμενο σταθμό;
Λαμβάνοντας υπόψιν τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων, τον διεθνή καταμερισμό εργασίας αλλά και την γεωπολιτική και γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ένα τόσο απλό ερώτημα όπως αυτό της παραμονής μας ή όχι αρχίζει να περιπλέκεται και να χαρτογραφεί καινούργια ερωτήματα, να σκιαγραφεί νέα αιτήματα.
Με δυσκολία θα συναντήσει κανείς κάποιον που να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε θεωρία και οποιονδήποτε σχεδιασμό που θα έχει σαν βασική προϋπόθεση την παραμονή μας στην €ζώνη και στο € με όρους ωφέλιμους για την κοινωνία. Ακόμα και αυτοί που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της παραμονής μας στην €ζώνη δεν μπορούν να το κάνουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν φοβικά επιχειρήματα, χωρίς να κινδυνολογήσουν και να τρομοκρατήσουν το ακροατήριο τους. Άρα λοιπόν, φαίνεται σήμερα ότι η μοναδική απάντηση που είναι ρεαλιστική, λειτουργική και προς όφελος του λαού είναι η αποχώρηση από την ΟΝΕ και η αλλαγή νομίσματος. Αυτό όμως αφορά την οικονομική διάσταση του ζητήματος και όχι την πολιτική.
Στην πολιτική τα ζητήματα έχουν και δεύτερες διαστάσεις, και άλλες οπτικές. Όταν δε, το κύριο μέλημα σου δεν είναι μόνο η διαχειριστική απάντηση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, αλλά παράλληλα βάζουμε στο τραπέζι και μία σειρά από άλλα ζητήματα, που δεν αφορούν μόνο την άρνηση συμμετοχής σε έναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό αλλά κυρίως την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού σχεδίου, όταν προσβλέπουμε σε μία αλυσιδωτή αντίδραση, όταν επιθυμούμε να αποτελέσουμε φάρο αντίστασης για μία σειρά από χώρες που είτε δοκιμάζονται, είτε θα δοκιμαστούν, τότε η τακτική και η στρατηγική αποκτά νέο περιεχόμενο, άλλες προϋποθέσεις και κυρίως βαρύτερα καθήκοντα.
Μία από αυτές τις προϋποθέσεις είναι η συσπείρωση όσο το δυνατόν περισσότερων δυνάμεων, περισσότερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων και τάξεων, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του ακροατηρίου σου με στόχο την δημιουργία του αναγκαίου μετώπου που θα οδηγήσει στην ρήξη και την ανατροπή. Θα μπορούσε όμως μια τέτοια θέση να φαίνεται απλοϊκή ή επικίνδυνη και ίσως και μία προσπάθεια «εισοδισμού» με αμφίβολα αποτελέσματα. Η αλήθεια είναι πως σε όλα τα μεγάλα άλματα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη φτάσεις στην απέναντι όχθη αλλά και πως όσο πιο στενό είναι το σκάμμα, τόσο πιο πιθανό αντίστοιχα είναι να βρεθείς στο ταρτάν.
Η επιτυχία του σχεδιασμού της τακτικής, προϋποθέτει τον πιο ακριβή και επαληθεύσιμο υπολογισμό των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών καθώς και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Σε αυτή την βάση, είναι σωστό να πούμε ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει αρχίσει να βλέπει με σκεπτικισμό την παραμονή μας στο € και αναζητά μία άλλη εναλλακτική. Είναι αλήθεια ότι από πολλούς θα ακούσει κανείς πως θα ήταν προτιμότερη μία επιστροφή στην δραχμή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αποφασισμένοι να το πράξουν ή πολύ περισσότερο να το διεκδικήσουν. Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη ακόμα για μεγάλες τομές και το απέδειξε τις μέρες του Συντάγματος. Στην πραγματικότητα μία δεύτερη ματιά στην «ψυχολογία της μάζας», θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία βρίσκεται στο στάδιο που με ψυχολογικούς όρους θα ονομάζαμε «συναισθηματικό διαζύγιο». Το ερώτημα που χρήζει λοιπόν απάντησης είναι αν επιλέγουμε να παίξουμε τον ρόλο της «τρίτης παρουσίας» που λειτουργεί σαν καταλύτης στην αποδέσμευση του ζευγαριού και φορτώνεται αντίστοιχα και μία ευθύνη που δεν του/της αναλογεί ή τον ρόλο του/της φίλου/ης που «συμπαρίσταται», που θυμίζει τα προβλήματα της σχέσης στην περίοδο της παλινδρόμησης και προλειαίνει το έδαφος για την επόμενη ημέρα;
Διατυπώνεται η άποψη ότι πρέπει να είμαστε ειλικρινής με τον λαό. Πρέπει να δηλώσουμε σε όλους τους τόνους και με όλες μας τις δυνάμεις ότι η έξοδος από το € και την €ζώνη είναι μονόδρομος. Είναι αλήθεια ότι αν κανείς εμβαθύνει στην θέση «καμία θυσία για το € – το € δεν είναι ταμπού» αυτό ακριβώς διατυπώνει. Από την άλλη πάλι αρκεί μόνο αυτό; Οι υποστηριχτές της άποψης ότι πρέπει να πούμε ανοιχτά για την έξοδο χρησιμοποιούν εύστοχα το επιχείρημα ότι η παύση πληρωμών, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι επαρκούν ως αιτήματα. Θα αντιστρέψουμε την θέση και θα ρωτήσουμε, μπορεί κανείς να υλοποιήσει ένα σχέδιο που θα περιλαμβάνει τις παραπάνω θέσεις όντας εντός του € και της Ε.Ε. Είναι κατανοητό ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών δεν μπορεί να συμβεί εντός της Ε.Ε. με τα σημερινά δεδομένα. Είναι επίσης κατανοητό ότι παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να συμβεί υπό τον υφιστάμενο – εντός Ε.Ε – καταμερισμό εργασίας. Για να το πάμε και ένα βήμα παραπέρα, είναι κατανοητό για όλους ότι καμία αλλαγή προς όφελος του λαού και κατά συνέπεια ενάντια στο διεθνές τοκογλυφικό αλλά και ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και τους σχεδιασμούς του, δεν μπορεί να συμβεί με τον υφιστάμενο καταμερισμό εργασίας. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια! Η άλλη μισή είναι ότι ο μοναδικός τρόπος για να προκύψει μία τέτοιου μεγέθους στροφή στην οικονομική αλλά και πολιτική ζωή, έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την σύγκρουση των λαϊκών και προλεταριοποιημένων στρωμάτων με το κεφάλαιο και τους εκφραστές του. Η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι αν δεν διαρραγεί η συνέχεια του αστικού κράτους, αν δεν καταγγελθεί και δεν ανατραπεί η κυβερνηση, αν δεν διοικηθεί η κοινωνία την επόμενη ημέρα από επαναστατική κυβέρνηση με αποφασιστική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα, δεν θα είναι δυνατός ο οποιοσδήποτε μετασχηματισμός. Οι συμβάσεις και οι δεσμεύσεις που έχουν υπογραφεί και αναληφθεί έχουν την «νομιμοποίηση» του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτή την αλήθεια πρέπει να την πούμε στον λαό ή όχι;
Οι ίδιοι σύντροφοι συνεχίζοντας τον συλλογισμό τους λένε ότι θα ήταν κατάλυση κάθε έννοιας πρωτοπορίας το κρύψιμο του νομίσματος κάτω από το χαλί και έχουν δίκιο σε αυτό. Η πρωτοπορία ωστόσο οφείλει να αναγνωρίζει και τις δυνατότητες της κοινωνίας και του κινήματος. Να αντιλαμβάνεται την δυναμική και την συνειδητοποίηση των μαζών και να φροντίζει πάνω απ’όλα να ριζοσπαστικοποιεί την κοινωνία και να βάζει μαζί με κάθε αλήθεια και κάθε αίτημα και το επόμενο για ζύμωση. Όσο λοιπόν λάθος είναι να ακολουθούμε τα αιτήματα των μαζών χωρίς πολιτική επεξεργασία, σαν φετιχιστές του κινηματισμού, σαν γλάροι της πολιτικής, άλλο τόσο είναι να προσπαθούμε να ρίχνουμε αιτήματα που είναι δύσκολο στην παρούσα φάση να τα κατανοήσουν και να τα διεκδικήσουν δεδομένου ότι δεν έχουν κατακτήσει (συνειδητοποιήσει) ακόμα τα προηγούμενα.
Αντίθετα λοιπόν, από την εκφρασμένη άποψη των συντρόφων, ίσως να ήταν καλύτερα να δουλέψουμε μέσα στην κοινωνία τα αιτήματα της εθνικοποίησης των τραπεζών, της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της δημοκρατίας που είναι αλληλένδετα, να ξαναπιάσουμε το νήμα των πλατειών. Να αναδείξουμε την αξία της οργανωμένης συλλογικής δράσης, να οικοδομήσουμε το υποκείμενο που την κρίσιμη στιγμή, θα πάρει την αρχή του κινήματος και ως πραγματική πρωτοπορία που θα είναι, θα οδηγήσει μετά την ανατροπή που ούτως ή άλλως θα συμβεί, στην υλοποίηση του προγράμματος.
Ένα ακόμη στοιχείο στο επίπεδο των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, είναι η στάση και οι μετακινήσεις των ψηφοφόρων των κομμάτων. Παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από μια αμφίβολης ποιότητας φωτογραφία της στιγμής – όπως άλλωστε σε κάποιο βαθμό ισχύει και για τις εκλογές – δεν μπορούμε παρά να μελετήσουμε με επιμέλεια την κινητικότητα που συντελείται και να προσπαθήσουμε να εξάγουμε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα συμπεράσματα. Σήμερα λοιπόν, παρατηρούμε πέρα από την μείωση των δυνάμεων του δικκοματισμού και των λοιπών «μνημονιακών» δυνάμεων, μια έντονη κινητικότητα προς την ΔΗΜΑΡ που καταγράφει «εκθαμβωτικά» ποσοστά, προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ελαφρά αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ. Όλα αυτά ταυτόχρονα με μία αντι-κομμουνιστική και αντι-σοσιαλιστική επίθεση που έχει ξεσπάσει και κλιμακώνεται από τις μέχρι τώρα θεωρούμενες «σοσιαλιστικές» δυνάμεις (βλ. ΠΑΣΟΚ), από την αστική ακροδεξιά του Καρατζαφέρη αλλά και από την Ν.Δ. Μια τέτοια επίθεση θα είχε νόημα αν προερχόταν μόνο από το ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο μιας προσπάθειας συγκράτησης των φυγόκεντρων δυνάμεων που εκδηλώνονται στις τάξεις του. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Η συνολική επίθεση που εξαπολύεται σήμερα δηλώνει με τον πιο ευθύ και αναμφισβήτητο τρόπο ότι συνολικά το πολιτικό σύστημα αναγνωρίζει την τάση τις κοινωνίας να μετακινείται προς τα άκρα και δη προς τα «αριστερά». Το μοναδικό κόμμα που φαίνεται να μένει ανέπαφο από αυτή την επίθεση είναι η ΔΗΜΑΡ. Το ερώτημα λοιπόν που γεννιέται είναι τι είναι αυτό που αυξάνει τα ποσοστά της ΔΗΜΑΡ τόσο εντυπωσιακά σε αντίθεση με την μικρή αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ; Η εύκολη αλλά και συνάμα «αστική» απάντηση είναι ότι μία μερίδα των δυνάμεων της παραδοσιακής «σοσιαλδημοκρατίας» αναγνωρίζοντας το κενό που ανοίγει από την αποδεδειγμένα και πέραν πάσης αμφιβολίας πλέον, δεξιάς μετατόπισης του ΠΑΣΟΚ και συσπειρώνονται στον νέο εκφραστή της. Μία δεύτερη ερμηνεία είναι ότι η χρεωκοπία της ευρωπαϊκής «σοσιαλδημοκρατίας» συμπαρέσυρε και το «παραδοσιακό» -παρά τις ιστορικές αντιστάσεις του- ΠΑΣΟΚ ενώ το ίδιο το πολιτικό σύστημα στην προσπάθεια ανασυγκρότησης των εφεδρειών του, δημιούργησε έναν νέο πυρήνα, ανάχωμα μπορούμε να λέμε εμείς, στην κίνηση των μαζών προς τα αριστερά. Αντίστοιχα όπως έκανε δηλαδή και με την στήριξη και ανάδειξη της ακροδεξιάς με την light αστική εκδοχή της, τον Καρατζαφέρη. Είναι και οι δύο εκτιμήσεις σωστές αλλά στην πραγματικότητα δεν μας αφορούν στην ανάλυσή μας. Και δεν μας αφορούν γιατί αποτελούν αποτέλεσμα ανάλυσης των πολιτικών και όχι των κοινωνικών συσχετισμών και της ψυχολογίας του λαού. Μία προσέγγιση που θα έβαζε το ζήτημα σε σωστή βάση, θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψιν της τον χαρακτήρα της μετακίνησης και τους λόγους που οδηγούν την κοινωνία από τον «Άννα στον Καϊάφα» της «σοσιαλδημοκρατίας». Η απάντηση λοιπόν της κοινωνίας είναι ότι η ΔΗΜΑΡ αποτελεί μία σοβαρή και φερέγγυα επιλογή, με μία ρεαλιστική προσέγγιση και κυρίως -και αυτό δεν ομολογείται αλλά υπονοείται σαφώς- διότι υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο με τους όρους και τις σχέσεις του σήμερα, χωρίς την αναγκαιότητα σύγκρουσης. Εντός δηλαδή ενός καπιταλιστικού οικονομικού περιβάλλοντος με «ολίγη από δημοκρατία». Άρα λοιπόν, είναι σαφές ότι παρά την τάση μετατόπισης προς τα αριστερά, η κοινωνία δεν είναι ακόμη διατεθειμένη να συγκρουστεί στο όνομα ενός ευρύτερου διεκδικητικού και βαθύτερου ριζοσπαστικού πλαισίου.
Αυτό όμως τι σημαίνει πρακτικά για την δουλειά, την στόχευση και τον σχεδιασμό της αριστεράς; Τι σημαίνει σε συνθηματολογικό και πολιτικό επίπεδο; Μια πρώτη και καταφανώς λαθεμένη απάντηση θα ήταν ότι θα πρέπει άμεσα η αριστερά να διαχωριστεί από την «σοσιαλδημοκρατική» προσέγγιση, να ριζοσπαστικοποιήσει περαιτέρω τα συνθήματα της, να μιλήσει «ανοιχτά» για τον στόχο! Αυτό άλλωστε είναι αυτό που πράττει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ξέχωρα δηλαδή από την συνειδητοποίηση των μαζών και της κοινωνίας, να ορίζει την σωστή άποψη ως το κυρίαρχο πολιτικό αλλά και κινηματικό (εδώ είναι το πρόβλημα) επίπεδο και εν τέλει να προβάλει μία ενδεχομένως σωστή θέση – ίσως και αναγκαία μπορούμε να πούμε εμείς – με λάθος όμως τρόπο, σε λάθος ακροατήριο, περιοριζόμενη στον ρόλο της κακώς εννοούμενη ιδεολογικής πρωτοπορίας. Δυστυχώς για αυτούς, μόνο σε ενδοαριστερό ακροατήριο. Αυτός όμως είναι ο ρόλος που θα πρέπει να επιτελέσουμε; Να λειτουργούμε ως αντίβαρο στις όποιες τυχοδιωκτικές ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις των συντρόφων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΣΥΝ περισσότερο και των άλλων αριστερών δυνάμεων; Να «κρατάμε τα μπόσικα» στις όποιες «σοσιαλιστικές προσεγγίσεις»; Βεβαίως, για να είμαστε και δίκαιοι, είναι φυσικό για τις δυνάμεις που βλέπουν απάντηση εντός του συγκεκριμένου συστήματος και όχι μόνο απαραίτητα από αυτές, να προσπαθούν να αυξήσουν τα εκλογικά τους ποσοστά και να «παίξουν» στο παιχνίδι των κοινοβουλευτικών συσχετισμών δυνάμεων. Γνωρίζουν βέβαια και αυτοί, όπως και εμείς ότι μια τέτοια τακτική δεν είναι προς το όφελος ενός κινήματος ανατροπής και ριζικής αλλαγής των πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών. Όπως επίσης γνωρίζουν και ότι όποια ποσοστά και αν καταγράψει κανείς μέσα στις εκλογές, δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από συγκυριακή συσπείρωση αν δεν συνδυαστεί (η αύξηση της επιρροής) με πρακτική δουλειά μέσα στο κίνημα. Αν πάντως αυτός είναι ρόλος που επιφυλάσσουμε για τους εαυτούς μας, τότε μάλλον υπάρχει η ανάγκη επανατοποθέτησης ή αναπλαισίωσης όπως θα λέγαμε, της στάσης μας και της τακτικής μας. Το αν οι δύο παραπάνω τακτικές είναι σωστές ή λάθος δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη μελέτη για να τις κρίνει κανείς. Είναι και οι δύο λάθος όταν γίνονται αυτοσκοπός και είναι σωστές όσο συνδυάζονται και λειτουργούν η μία συμπληρωματικά με την άλλη και δεν αναιρούν τον κεντρικό πολιτικό στόχο.
Αν λοιπόν το αρχικό ερώτημα ήταν αν πρέπει να αλλάξει η θέση «το € δεν είναι ταμπού – καμία θυσία για το €», θα λέγαμε ότι είναι μία συνεπής θέση που ανταποκρίνεται στην σημερινή συγκυρία, βάζει ευθέως το θέμα της αποχώρησης από το € και την €ζώνη βασιζόμενη και στην μέχρι τώρα ανάγνωση του βαθμού συνειδητοποίησης του κινήματος και της κοινωνίας, αλλά κυρίως των διεθνών συσχετισμών δυνάμεων. Αφήνει ανοιχτή την πόρτα της συνεργασίας με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αποδεσμεύονται από το μπλόκ της €παραμονής λόγω της οικονομικής και της πολιτικής που εφαρμόζεται σε βάρος τους. Δίνει την δυνατότητα παρέμβασης μέσα στην κοινωνία και ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας και συζήτησης με αυτούς που δεν έχουν ακόμα κατανοήσει την ανάγκη αποδέσμευσης αλλά το συζητούν. Αυτά βεβαίως σε σχέση με το κίνημα και τις εσωτερικές ισορροπίες που οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν σε κάθε αλλαγή τακτικής και στρατηγικής επιδίωξης.
Σε σχέση με το «κεντρικό πολιτικό», η πίεση των αστικών κομμάτων προς τα αριστερά κυρίως και όχι τόσο προς τα δεξιά όπως θα ήταν λογικό, δηλώνει με σαφήνεια την αδυναμία πολιτικής διαχείρισης των επιχειρημάτων που δεν απαντούν και καλώς δεν το κάνουν αν είναι πολιτική τους επιλογή η αποχώρηση ή η παραμονή στην €ζώνη, αφού το ζήτημα δεν τίθεται ιδεολογικά μιας και όλοι γνωρίζουν ότι η ιδεολογική μας θέση είναι η μη συμμετοχή σε οποιονδήποτε ιμπεριαλιστικό σχηματισμό. Επιπλέον μάλιστα, η ιδεολογική μας θέση είναι ο αγώνας αντίστασης σε κάθε τέτοιο και η διάλυσή του. Η πολιτική μας θέση ωστόσο είναι άλλης τάξης ζήτημα. Στην πολιτική οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν μας και άλλα δεδομένα τα οποία δεν μπορούν να αναπαραχθούν ή να κοινωνηθούν μόνο με την συνθηματολογία και σε συνάρτηση με την ανυπαρξία πολιτικού διαλόγου επιχειρημάτων.
Το κυριότερο και το πιο βασικό σημείο, ωστόσο, είναι πως αν η θέση που στην προκειμένη περίπτωση είναι ένα πλήρες και σαφές σύνθημα συνδυαστεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες μία παραμονή στην €ζώνη θα ήταν εφικτή, θα έδινε αυτομάτως ένα πλαίσιο διεκδίκησης συνολικά στο ευρωπαϊκό κίνημα, θα έδινε πολιτικό περιεχόμενο στο «we are all Greeks», θα απομάκρυνε κάθε πιθανότητα να υποχρεωθούμε σε αλλαγή στάσης και θέσης και εν τέλει σε ασυνέπεια απέναντι στο κίνημα την επόμενη ημέρα της ανατροπής. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν την πίεση που δεχόμαστε για την αλλαγή του συνθήματος, μιας και η θέση μας στην πραγματικότητα παραμένει η ίδια, και ας διοχετεύσουμε την πολιτική μας ενεργητικότητα στον σχεδιασμό και την εκπόνηση ενός προγράμματος που θα απαντά συνολικά στην κρίση, θα δίνει όραμα και εναλλακτική για την επόμενη μέρα. Για ένα πρόγραμμα θα πρωτοπορήσει πραγματικά σε σχέση με την αδυναμία παραγωγής πολιτικής και οράματος του πολιτικού συστήματος συλλήβδην, ανεξαρτήτως πτέρυγας.
Αν τώρα κάποιος θέλει μέσα από την πίεση, πολιτική και ιδεολογική που μπορεί να ασκήσει, ποντάροντας στην δυσκολία διαχείρισης και απάντησης εντός του συγκεκριμένου καπιταλιστικού πλαισίου, να αποδείξει ότι το σωστό σύνθημα είναι αυτό της αποχώρησης από το € και την €ζώνη, αν φαντάζεται ή θέλει να φαντάζεται μία Ελλάδα εκτός του γεωστρατηγικού πολιτικού συσχετισμού στο όνομα μια ανεξαρτησίας και ενός σοσιαλισμού με αμφίβολο οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο, μπορούμε να του θυμίσουμε την θέση: δεν θα περάσει η τρόϊκα την πόρτα της περιφέρειας Αττικής. Και στο κλειστό εκβιαστικό δίλημμα € ή δραχμή εμείς να απαντήσουμε: Viva Marinaleda!!!
Γιατί μόνο οι λαοί που ονειρεύονται θα δουν κάποτε τα όνειρά τους να γίνονται πραγματικότητα. Και αυτό είναι το πρώτο και άμεσο καθήκον της αριστεράς και της επαναστατικής πρωτοπορίας!
απο την εφημερίδα ΑΝΑΤΡΟΠΗ φ.6
eanatropi.wordpress.com
Τα τελευταία δύο χρόνια, έχει αρχίσει να τίθεται επιτακτικά η ανάγκη απάντησης αναφορικά με την παραμονή μας ή όχι στην ζώνη του €, στη νομισματική ένωση ή ακόμα και στην ίδια την Eυρωπαϊκή Eνωση. Αυτήν τη φορά όμως τίθεται σε μία άλλη βάση, με διαφορετική βαρύτητα, με σοβαρότερες, θα έλεγε κανείς, επιπτώσεις. Τούτη τη φορά δεν είναι ένα απλό ιδεολογικό ζήτημα για την συμμετοχή ή όχι σε έναν αμιγώς ιμπεριαλιστικό μηχανισμό, ούτε η επιλογή σε ποια σφαίρα επιρροής θα ανήκει κανείς.
Η Ελλάδα σήμερα είναι στο στόχαστρο κάπου μεταξύ της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων που έχουν πάψει να αποδίδουν, ενός γεωστρατηγικού σχεδιασμού επανακαθορισμού των σφαιρών επιρροής και των παγκόσμιων γεωστρατηγικών συσχετισμών, ενός ανοιχτού κεφαλαιϊκού πολέμου μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, στο μέσο μιας διαπάλης μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσώμενων κεφαλαίων που θέλουν να παίξουν ρόλο στην περιοχή.
Μία τέτοιου είδους συζήτηση προκαλεί – και λογικό είναι – τριβές και αντεγκλήσεις σχετικά με το ποια είναι η πιο σωστή θέση αλλά και η πιο σωστή πολιτική. Ακόμα και για αυτούς που μέχρι πριν λίγα χρόνια, δεν υπήρχε καν θέμα, έχει αρχίσει να αμφισβητείται η δυνατότητα παραμονής μας στην €ζώνη. Ακόμα και αυτοί που δεν μπορούσαν να φανταστούν την Ελλάδα εκτός της «ενωμένης Ευρώπης», έχουν αρχίσει να προβληματίζονται για την παραμονή μας σε αυτή.
Είναι όμως ζήτημα πολιτικής θέσης ή τακτικής σε σχέση με το κίνημα και τον λαό; Είναι αίτημα ζύμωσης ή υπάρχει επιτακτική ανάγκη απάντησης; Είναι εν ολίγοις το σύνθημα ή η «γραμμή» που μπορεί να οδηγήσει το τρένο της ιστορίας στον επόμενο σταθμό;
Λαμβάνοντας υπόψιν τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων, τον διεθνή καταμερισμό εργασίας αλλά και την γεωπολιτική και γεωγραφική θέση της Ελλάδας, ένα τόσο απλό ερώτημα όπως αυτό της παραμονής μας ή όχι αρχίζει να περιπλέκεται και να χαρτογραφεί καινούργια ερωτήματα, να σκιαγραφεί νέα αιτήματα.
Με δυσκολία θα συναντήσει κανείς κάποιον που να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε θεωρία και οποιονδήποτε σχεδιασμό που θα έχει σαν βασική προϋπόθεση την παραμονή μας στην €ζώνη και στο € με όρους ωφέλιμους για την κοινωνία. Ακόμα και αυτοί που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της παραμονής μας στην €ζώνη δεν μπορούν να το κάνουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν φοβικά επιχειρήματα, χωρίς να κινδυνολογήσουν και να τρομοκρατήσουν το ακροατήριο τους. Άρα λοιπόν, φαίνεται σήμερα ότι η μοναδική απάντηση που είναι ρεαλιστική, λειτουργική και προς όφελος του λαού είναι η αποχώρηση από την ΟΝΕ και η αλλαγή νομίσματος. Αυτό όμως αφορά την οικονομική διάσταση του ζητήματος και όχι την πολιτική.
Στην πολιτική τα ζητήματα έχουν και δεύτερες διαστάσεις, και άλλες οπτικές. Όταν δε, το κύριο μέλημα σου δεν είναι μόνο η διαχειριστική απάντηση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, αλλά παράλληλα βάζουμε στο τραπέζι και μία σειρά από άλλα ζητήματα, που δεν αφορούν μόνο την άρνηση συμμετοχής σε έναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό αλλά κυρίως την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού σχεδίου, όταν προσβλέπουμε σε μία αλυσιδωτή αντίδραση, όταν επιθυμούμε να αποτελέσουμε φάρο αντίστασης για μία σειρά από χώρες που είτε δοκιμάζονται, είτε θα δοκιμαστούν, τότε η τακτική και η στρατηγική αποκτά νέο περιεχόμενο, άλλες προϋποθέσεις και κυρίως βαρύτερα καθήκοντα.
Μία από αυτές τις προϋποθέσεις είναι η συσπείρωση όσο το δυνατόν περισσότερων δυνάμεων, περισσότερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων και τάξεων, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του ακροατηρίου σου με στόχο την δημιουργία του αναγκαίου μετώπου που θα οδηγήσει στην ρήξη και την ανατροπή. Θα μπορούσε όμως μια τέτοια θέση να φαίνεται απλοϊκή ή επικίνδυνη και ίσως και μία προσπάθεια «εισοδισμού» με αμφίβολα αποτελέσματα. Η αλήθεια είναι πως σε όλα τα μεγάλα άλματα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μη φτάσεις στην απέναντι όχθη αλλά και πως όσο πιο στενό είναι το σκάμμα, τόσο πιο πιθανό αντίστοιχα είναι να βρεθείς στο ταρτάν.
Η επιτυχία του σχεδιασμού της τακτικής, προϋποθέτει τον πιο ακριβή και επαληθεύσιμο υπολογισμό των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών καθώς και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Σε αυτή την βάση, είναι σωστό να πούμε ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει αρχίσει να βλέπει με σκεπτικισμό την παραμονή μας στο € και αναζητά μία άλλη εναλλακτική. Είναι αλήθεια ότι από πολλούς θα ακούσει κανείς πως θα ήταν προτιμότερη μία επιστροφή στην δραχμή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και αποφασισμένοι να το πράξουν ή πολύ περισσότερο να το διεκδικήσουν. Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη ακόμα για μεγάλες τομές και το απέδειξε τις μέρες του Συντάγματος. Στην πραγματικότητα μία δεύτερη ματιά στην «ψυχολογία της μάζας», θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία βρίσκεται στο στάδιο που με ψυχολογικούς όρους θα ονομάζαμε «συναισθηματικό διαζύγιο». Το ερώτημα που χρήζει λοιπόν απάντησης είναι αν επιλέγουμε να παίξουμε τον ρόλο της «τρίτης παρουσίας» που λειτουργεί σαν καταλύτης στην αποδέσμευση του ζευγαριού και φορτώνεται αντίστοιχα και μία ευθύνη που δεν του/της αναλογεί ή τον ρόλο του/της φίλου/ης που «συμπαρίσταται», που θυμίζει τα προβλήματα της σχέσης στην περίοδο της παλινδρόμησης και προλειαίνει το έδαφος για την επόμενη ημέρα;
Διατυπώνεται η άποψη ότι πρέπει να είμαστε ειλικρινής με τον λαό. Πρέπει να δηλώσουμε σε όλους τους τόνους και με όλες μας τις δυνάμεις ότι η έξοδος από το € και την €ζώνη είναι μονόδρομος. Είναι αλήθεια ότι αν κανείς εμβαθύνει στην θέση «καμία θυσία για το € – το € δεν είναι ταμπού» αυτό ακριβώς διατυπώνει. Από την άλλη πάλι αρκεί μόνο αυτό; Οι υποστηριχτές της άποψης ότι πρέπει να πούμε ανοιχτά για την έξοδο χρησιμοποιούν εύστοχα το επιχείρημα ότι η παύση πληρωμών, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι επαρκούν ως αιτήματα. Θα αντιστρέψουμε την θέση και θα ρωτήσουμε, μπορεί κανείς να υλοποιήσει ένα σχέδιο που θα περιλαμβάνει τις παραπάνω θέσεις όντας εντός του € και της Ε.Ε. Είναι κατανοητό ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών δεν μπορεί να συμβεί εντός της Ε.Ε. με τα σημερινά δεδομένα. Είναι επίσης κατανοητό ότι παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να συμβεί υπό τον υφιστάμενο – εντός Ε.Ε – καταμερισμό εργασίας. Για να το πάμε και ένα βήμα παραπέρα, είναι κατανοητό για όλους ότι καμία αλλαγή προς όφελος του λαού και κατά συνέπεια ενάντια στο διεθνές τοκογλυφικό αλλά και ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και τους σχεδιασμούς του, δεν μπορεί να συμβεί με τον υφιστάμενο καταμερισμό εργασίας. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια! Η άλλη μισή είναι ότι ο μοναδικός τρόπος για να προκύψει μία τέτοιου μεγέθους στροφή στην οικονομική αλλά και πολιτική ζωή, έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την σύγκρουση των λαϊκών και προλεταριοποιημένων στρωμάτων με το κεφάλαιο και τους εκφραστές του. Η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι αν δεν διαρραγεί η συνέχεια του αστικού κράτους, αν δεν καταγγελθεί και δεν ανατραπεί η κυβερνηση, αν δεν διοικηθεί η κοινωνία την επόμενη ημέρα από επαναστατική κυβέρνηση με αποφασιστική συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα, δεν θα είναι δυνατός ο οποιοσδήποτε μετασχηματισμός. Οι συμβάσεις και οι δεσμεύσεις που έχουν υπογραφεί και αναληφθεί έχουν την «νομιμοποίηση» του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτή την αλήθεια πρέπει να την πούμε στον λαό ή όχι;
Οι ίδιοι σύντροφοι συνεχίζοντας τον συλλογισμό τους λένε ότι θα ήταν κατάλυση κάθε έννοιας πρωτοπορίας το κρύψιμο του νομίσματος κάτω από το χαλί και έχουν δίκιο σε αυτό. Η πρωτοπορία ωστόσο οφείλει να αναγνωρίζει και τις δυνατότητες της κοινωνίας και του κινήματος. Να αντιλαμβάνεται την δυναμική και την συνειδητοποίηση των μαζών και να φροντίζει πάνω απ’όλα να ριζοσπαστικοποιεί την κοινωνία και να βάζει μαζί με κάθε αλήθεια και κάθε αίτημα και το επόμενο για ζύμωση. Όσο λοιπόν λάθος είναι να ακολουθούμε τα αιτήματα των μαζών χωρίς πολιτική επεξεργασία, σαν φετιχιστές του κινηματισμού, σαν γλάροι της πολιτικής, άλλο τόσο είναι να προσπαθούμε να ρίχνουμε αιτήματα που είναι δύσκολο στην παρούσα φάση να τα κατανοήσουν και να τα διεκδικήσουν δεδομένου ότι δεν έχουν κατακτήσει (συνειδητοποιήσει) ακόμα τα προηγούμενα.
Αντίθετα λοιπόν, από την εκφρασμένη άποψη των συντρόφων, ίσως να ήταν καλύτερα να δουλέψουμε μέσα στην κοινωνία τα αιτήματα της εθνικοποίησης των τραπεζών, της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της δημοκρατίας που είναι αλληλένδετα, να ξαναπιάσουμε το νήμα των πλατειών. Να αναδείξουμε την αξία της οργανωμένης συλλογικής δράσης, να οικοδομήσουμε το υποκείμενο που την κρίσιμη στιγμή, θα πάρει την αρχή του κινήματος και ως πραγματική πρωτοπορία που θα είναι, θα οδηγήσει μετά την ανατροπή που ούτως ή άλλως θα συμβεί, στην υλοποίηση του προγράμματος.
Ένα ακόμη στοιχείο στο επίπεδο των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, είναι η στάση και οι μετακινήσεις των ψηφοφόρων των κομμάτων. Παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από μια αμφίβολης ποιότητας φωτογραφία της στιγμής – όπως άλλωστε σε κάποιο βαθμό ισχύει και για τις εκλογές – δεν μπορούμε παρά να μελετήσουμε με επιμέλεια την κινητικότητα που συντελείται και να προσπαθήσουμε να εξάγουμε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα συμπεράσματα. Σήμερα λοιπόν, παρατηρούμε πέρα από την μείωση των δυνάμεων του δικκοματισμού και των λοιπών «μνημονιακών» δυνάμεων, μια έντονη κινητικότητα προς την ΔΗΜΑΡ που καταγράφει «εκθαμβωτικά» ποσοστά, προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ελαφρά αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ. Όλα αυτά ταυτόχρονα με μία αντι-κομμουνιστική και αντι-σοσιαλιστική επίθεση που έχει ξεσπάσει και κλιμακώνεται από τις μέχρι τώρα θεωρούμενες «σοσιαλιστικές» δυνάμεις (βλ. ΠΑΣΟΚ), από την αστική ακροδεξιά του Καρατζαφέρη αλλά και από την Ν.Δ. Μια τέτοια επίθεση θα είχε νόημα αν προερχόταν μόνο από το ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο μιας προσπάθειας συγκράτησης των φυγόκεντρων δυνάμεων που εκδηλώνονται στις τάξεις του. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Η συνολική επίθεση που εξαπολύεται σήμερα δηλώνει με τον πιο ευθύ και αναμφισβήτητο τρόπο ότι συνολικά το πολιτικό σύστημα αναγνωρίζει την τάση τις κοινωνίας να μετακινείται προς τα άκρα και δη προς τα «αριστερά». Το μοναδικό κόμμα που φαίνεται να μένει ανέπαφο από αυτή την επίθεση είναι η ΔΗΜΑΡ. Το ερώτημα λοιπόν που γεννιέται είναι τι είναι αυτό που αυξάνει τα ποσοστά της ΔΗΜΑΡ τόσο εντυπωσιακά σε αντίθεση με την μικρή αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ; Η εύκολη αλλά και συνάμα «αστική» απάντηση είναι ότι μία μερίδα των δυνάμεων της παραδοσιακής «σοσιαλδημοκρατίας» αναγνωρίζοντας το κενό που ανοίγει από την αποδεδειγμένα και πέραν πάσης αμφιβολίας πλέον, δεξιάς μετατόπισης του ΠΑΣΟΚ και συσπειρώνονται στον νέο εκφραστή της. Μία δεύτερη ερμηνεία είναι ότι η χρεωκοπία της ευρωπαϊκής «σοσιαλδημοκρατίας» συμπαρέσυρε και το «παραδοσιακό» -παρά τις ιστορικές αντιστάσεις του- ΠΑΣΟΚ ενώ το ίδιο το πολιτικό σύστημα στην προσπάθεια ανασυγκρότησης των εφεδρειών του, δημιούργησε έναν νέο πυρήνα, ανάχωμα μπορούμε να λέμε εμείς, στην κίνηση των μαζών προς τα αριστερά. Αντίστοιχα όπως έκανε δηλαδή και με την στήριξη και ανάδειξη της ακροδεξιάς με την light αστική εκδοχή της, τον Καρατζαφέρη. Είναι και οι δύο εκτιμήσεις σωστές αλλά στην πραγματικότητα δεν μας αφορούν στην ανάλυσή μας. Και δεν μας αφορούν γιατί αποτελούν αποτέλεσμα ανάλυσης των πολιτικών και όχι των κοινωνικών συσχετισμών και της ψυχολογίας του λαού. Μία προσέγγιση που θα έβαζε το ζήτημα σε σωστή βάση, θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψιν της τον χαρακτήρα της μετακίνησης και τους λόγους που οδηγούν την κοινωνία από τον «Άννα στον Καϊάφα» της «σοσιαλδημοκρατίας». Η απάντηση λοιπόν της κοινωνίας είναι ότι η ΔΗΜΑΡ αποτελεί μία σοβαρή και φερέγγυα επιλογή, με μία ρεαλιστική προσέγγιση και κυρίως -και αυτό δεν ομολογείται αλλά υπονοείται σαφώς- διότι υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο με τους όρους και τις σχέσεις του σήμερα, χωρίς την αναγκαιότητα σύγκρουσης. Εντός δηλαδή ενός καπιταλιστικού οικονομικού περιβάλλοντος με «ολίγη από δημοκρατία». Άρα λοιπόν, είναι σαφές ότι παρά την τάση μετατόπισης προς τα αριστερά, η κοινωνία δεν είναι ακόμη διατεθειμένη να συγκρουστεί στο όνομα ενός ευρύτερου διεκδικητικού και βαθύτερου ριζοσπαστικού πλαισίου.
Αυτό όμως τι σημαίνει πρακτικά για την δουλειά, την στόχευση και τον σχεδιασμό της αριστεράς; Τι σημαίνει σε συνθηματολογικό και πολιτικό επίπεδο; Μια πρώτη και καταφανώς λαθεμένη απάντηση θα ήταν ότι θα πρέπει άμεσα η αριστερά να διαχωριστεί από την «σοσιαλδημοκρατική» προσέγγιση, να ριζοσπαστικοποιήσει περαιτέρω τα συνθήματα της, να μιλήσει «ανοιχτά» για τον στόχο! Αυτό άλλωστε είναι αυτό που πράττει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ξέχωρα δηλαδή από την συνειδητοποίηση των μαζών και της κοινωνίας, να ορίζει την σωστή άποψη ως το κυρίαρχο πολιτικό αλλά και κινηματικό (εδώ είναι το πρόβλημα) επίπεδο και εν τέλει να προβάλει μία ενδεχομένως σωστή θέση – ίσως και αναγκαία μπορούμε να πούμε εμείς – με λάθος όμως τρόπο, σε λάθος ακροατήριο, περιοριζόμενη στον ρόλο της κακώς εννοούμενη ιδεολογικής πρωτοπορίας. Δυστυχώς για αυτούς, μόνο σε ενδοαριστερό ακροατήριο. Αυτός όμως είναι ο ρόλος που θα πρέπει να επιτελέσουμε; Να λειτουργούμε ως αντίβαρο στις όποιες τυχοδιωκτικές ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις των συντρόφων του ΣΥΡΙΖΑ, του ΣΥΝ περισσότερο και των άλλων αριστερών δυνάμεων; Να «κρατάμε τα μπόσικα» στις όποιες «σοσιαλιστικές προσεγγίσεις»; Βεβαίως, για να είμαστε και δίκαιοι, είναι φυσικό για τις δυνάμεις που βλέπουν απάντηση εντός του συγκεκριμένου συστήματος και όχι μόνο απαραίτητα από αυτές, να προσπαθούν να αυξήσουν τα εκλογικά τους ποσοστά και να «παίξουν» στο παιχνίδι των κοινοβουλευτικών συσχετισμών δυνάμεων. Γνωρίζουν βέβαια και αυτοί, όπως και εμείς ότι μια τέτοια τακτική δεν είναι προς το όφελος ενός κινήματος ανατροπής και ριζικής αλλαγής των πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών. Όπως επίσης γνωρίζουν και ότι όποια ποσοστά και αν καταγράψει κανείς μέσα στις εκλογές, δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από συγκυριακή συσπείρωση αν δεν συνδυαστεί (η αύξηση της επιρροής) με πρακτική δουλειά μέσα στο κίνημα. Αν πάντως αυτός είναι ρόλος που επιφυλάσσουμε για τους εαυτούς μας, τότε μάλλον υπάρχει η ανάγκη επανατοποθέτησης ή αναπλαισίωσης όπως θα λέγαμε, της στάσης μας και της τακτικής μας. Το αν οι δύο παραπάνω τακτικές είναι σωστές ή λάθος δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη μελέτη για να τις κρίνει κανείς. Είναι και οι δύο λάθος όταν γίνονται αυτοσκοπός και είναι σωστές όσο συνδυάζονται και λειτουργούν η μία συμπληρωματικά με την άλλη και δεν αναιρούν τον κεντρικό πολιτικό στόχο.
Αν λοιπόν το αρχικό ερώτημα ήταν αν πρέπει να αλλάξει η θέση «το € δεν είναι ταμπού – καμία θυσία για το €», θα λέγαμε ότι είναι μία συνεπής θέση που ανταποκρίνεται στην σημερινή συγκυρία, βάζει ευθέως το θέμα της αποχώρησης από το € και την €ζώνη βασιζόμενη και στην μέχρι τώρα ανάγνωση του βαθμού συνειδητοποίησης του κινήματος και της κοινωνίας, αλλά κυρίως των διεθνών συσχετισμών δυνάμεων. Αφήνει ανοιχτή την πόρτα της συνεργασίας με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αποδεσμεύονται από το μπλόκ της €παραμονής λόγω της οικονομικής και της πολιτικής που εφαρμόζεται σε βάρος τους. Δίνει την δυνατότητα παρέμβασης μέσα στην κοινωνία και ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας και συζήτησης με αυτούς που δεν έχουν ακόμα κατανοήσει την ανάγκη αποδέσμευσης αλλά το συζητούν. Αυτά βεβαίως σε σχέση με το κίνημα και τις εσωτερικές ισορροπίες που οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν σε κάθε αλλαγή τακτικής και στρατηγικής επιδίωξης.
Σε σχέση με το «κεντρικό πολιτικό», η πίεση των αστικών κομμάτων προς τα αριστερά κυρίως και όχι τόσο προς τα δεξιά όπως θα ήταν λογικό, δηλώνει με σαφήνεια την αδυναμία πολιτικής διαχείρισης των επιχειρημάτων που δεν απαντούν και καλώς δεν το κάνουν αν είναι πολιτική τους επιλογή η αποχώρηση ή η παραμονή στην €ζώνη, αφού το ζήτημα δεν τίθεται ιδεολογικά μιας και όλοι γνωρίζουν ότι η ιδεολογική μας θέση είναι η μη συμμετοχή σε οποιονδήποτε ιμπεριαλιστικό σχηματισμό. Επιπλέον μάλιστα, η ιδεολογική μας θέση είναι ο αγώνας αντίστασης σε κάθε τέτοιο και η διάλυσή του. Η πολιτική μας θέση ωστόσο είναι άλλης τάξης ζήτημα. Στην πολιτική οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν μας και άλλα δεδομένα τα οποία δεν μπορούν να αναπαραχθούν ή να κοινωνηθούν μόνο με την συνθηματολογία και σε συνάρτηση με την ανυπαρξία πολιτικού διαλόγου επιχειρημάτων.
Το κυριότερο και το πιο βασικό σημείο, ωστόσο, είναι πως αν η θέση που στην προκειμένη περίπτωση είναι ένα πλήρες και σαφές σύνθημα συνδυαστεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες μία παραμονή στην €ζώνη θα ήταν εφικτή, θα έδινε αυτομάτως ένα πλαίσιο διεκδίκησης συνολικά στο ευρωπαϊκό κίνημα, θα έδινε πολιτικό περιεχόμενο στο «we are all Greeks», θα απομάκρυνε κάθε πιθανότητα να υποχρεωθούμε σε αλλαγή στάσης και θέσης και εν τέλει σε ασυνέπεια απέναντι στο κίνημα την επόμενη ημέρα της ανατροπής. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν την πίεση που δεχόμαστε για την αλλαγή του συνθήματος, μιας και η θέση μας στην πραγματικότητα παραμένει η ίδια, και ας διοχετεύσουμε την πολιτική μας ενεργητικότητα στον σχεδιασμό και την εκπόνηση ενός προγράμματος που θα απαντά συνολικά στην κρίση, θα δίνει όραμα και εναλλακτική για την επόμενη μέρα. Για ένα πρόγραμμα θα πρωτοπορήσει πραγματικά σε σχέση με την αδυναμία παραγωγής πολιτικής και οράματος του πολιτικού συστήματος συλλήβδην, ανεξαρτήτως πτέρυγας.
Αν τώρα κάποιος θέλει μέσα από την πίεση, πολιτική και ιδεολογική που μπορεί να ασκήσει, ποντάροντας στην δυσκολία διαχείρισης και απάντησης εντός του συγκεκριμένου καπιταλιστικού πλαισίου, να αποδείξει ότι το σωστό σύνθημα είναι αυτό της αποχώρησης από το € και την €ζώνη, αν φαντάζεται ή θέλει να φαντάζεται μία Ελλάδα εκτός του γεωστρατηγικού πολιτικού συσχετισμού στο όνομα μια ανεξαρτησίας και ενός σοσιαλισμού με αμφίβολο οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο, μπορούμε να του θυμίσουμε την θέση: δεν θα περάσει η τρόϊκα την πόρτα της περιφέρειας Αττικής. Και στο κλειστό εκβιαστικό δίλημμα € ή δραχμή εμείς να απαντήσουμε: Viva Marinaleda!!!
Γιατί μόνο οι λαοί που ονειρεύονται θα δουν κάποτε τα όνειρά τους να γίνονται πραγματικότητα. Και αυτό είναι το πρώτο και άμεσο καθήκον της αριστεράς και της επαναστατικής πρωτοπορίας!
απο την εφημερίδα ΑΝΑΤΡΟΠΗ φ.6
eanatropi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.