του Γιώργου Καλαμπόκα
(Το παρόν κείμενο θα δημοσιευτεί στο τεύχος 29 του περιοδικού «Εκτός Γραμμής» που θα κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο)
Είναι μάλλον κοινότοπο να το επαναλαμβάνουμε, αλλά η συγκυρία, στη δίνη της οποίας στροβιλιζόμαστε, σφραγίζεται, εκτός από την καταφανή οικονομική, και από μια ιστορική πολιτική κρίση. Γιατί δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στη σύγχρονη ιστορία των ανaπτυγμένων καπιταλιστικών σχηματισμών, μετά τον Μάη του ’68, τα στοιχεία μιας άλλης τέτοιας εκτεταμένης κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων, σε τελική ανάλυση, κρίσης της ίδιας της αστικής στρατηγικής. Αυτή ακριβώς η κρίση μάς επιτρέπει να συζητάμε με άλλους όρους, με όρους πιο κοντινούς στην πολιτική και όχι απλώς στην ιδεολογία, ερωτήματα αλλά και δυνατότητες μιας άλλης προοπτικής.
Μια «αντικειμενική» κρίση
Αυτή η συζήτηση βρίσκει την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη αντιμέτωπη και με τη δική της κρίση• την έκρηξη των κινημάτων του ’68, που αποτέλεσαν ίσως την πρώτη αυθόρμητη κινηματική απόπειρα κριτικής του σύγχρονου αναπτυγμένου καπιταλιστικού υποδείγματος, ακολούθησε η συντριπτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και η πλήρης ανάπτυξη των μηχανισμών του σύγχρονου αστικού κράτους, με την ταυτόχρονη κυριαρχία των κοινωνικών του προτύπων και την επακόλουθη αποδιάρθρωση των αντίπαλων ταξικών οραμάτων. Η Αριστερά στις δυτικές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες –όπου επιβίωσε ως Αριστερά και δεν μεταλλάχθηκε πλήρως σε αστική καρικατούρα της– υιοθέτησε τη στρατηγική κριτικής ή διόρθωσης στο πλαίσιο της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής. Προοπτικά, αυτό σήμαινε ότι έχασε τη δυνατότητα να σκέφτεται και να σχεδιάζει στρατηγικά, να θέτει ερωτήματα που να αφορούν το πού μπορεί να πάει το σύνολο ενός κοινωνικού σχηματισμού, ενός τόπου.
Στο έδαφος της υποχώρησης, η συζήτηση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δείχνει να περιορίζεται στην αναπαραγωγή ιστορικών εκδοχών επαναστατικών ρήξεων, που όμως πολύ απέχουν από το να αποτελέσουν απάντηση στις σημερινές προκλήσεις. Ο ιδεότυπος μιας νέας «μπολσεβίκικης» εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα δεν μπορεί να βρει ακριβές αντίστοιχο στον σύγχρονο κατασταλτικό κρατικό μηχανισμό και στους υπερτροφικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Από την άλλη, η προσπάθεια ψηλάφησης μιας σύγχρονης εκδοχής επαναστατικής στρατηγικής που να προσιδιάζει στις συνθήκες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής δύσης και στο έδαφος της κριτικής στους σοβιετικούς σχηματισμούς, όπως επιχειρήθηκε από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα μετά τα κινήματα του ’68, υποτάχθηκε τελικά στην κοινοβουλευτική τακτική και ενσωματώθηκε πλήρως στις προτεραιότητες της αστικής στρατηγικής, ακόμα και στα ιδεολογικά της όρια, αυτά της αστικής ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού.
Κάπως έτσι η συζήτηση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική βρίσκεται σήμερα σταματημένη στη δεκαετία του ’70. Και σε αυτό το φόντο καλούμαστε σήμερα να ξαναθέσουμε ερωτήματα και ταυτόχρονα να ψηλαφήσουμε θεωρητικά και πρακτικά τις απαντήσεις τους, στο έδαφος συσσωρευμένων αντιφάσεων και ανεπαρκειών. Οφείλουμε να ανασυγκροτήσουμε μια διαλεκτική της ηγεμονίας, σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, που εγγραφόμασταν σε μια διαλεκτική της αντίστασης και της κριτικής.
Αυτή η συζήτηση βρίσκει την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη αντιμέτωπη και με τη δική της κρίση• την έκρηξη των κινημάτων του ’68, που αποτέλεσαν ίσως την πρώτη αυθόρμητη κινηματική απόπειρα κριτικής του σύγχρονου αναπτυγμένου καπιταλιστικού υποδείγματος, ακολούθησε η συντριπτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και η πλήρης ανάπτυξη των μηχανισμών του σύγχρονου αστικού κράτους, με την ταυτόχρονη κυριαρχία των κοινωνικών του προτύπων και την επακόλουθη αποδιάρθρωση των αντίπαλων ταξικών οραμάτων. Η Αριστερά στις δυτικές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες –όπου επιβίωσε ως Αριστερά και δεν μεταλλάχθηκε πλήρως σε αστική καρικατούρα της– υιοθέτησε τη στρατηγική κριτικής ή διόρθωσης στο πλαίσιο της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής. Προοπτικά, αυτό σήμαινε ότι έχασε τη δυνατότητα να σκέφτεται και να σχεδιάζει στρατηγικά, να θέτει ερωτήματα που να αφορούν το πού μπορεί να πάει το σύνολο ενός κοινωνικού σχηματισμού, ενός τόπου.
Στο έδαφος της υποχώρησης, η συζήτηση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δείχνει να περιορίζεται στην αναπαραγωγή ιστορικών εκδοχών επαναστατικών ρήξεων, που όμως πολύ απέχουν από το να αποτελέσουν απάντηση στις σημερινές προκλήσεις. Ο ιδεότυπος μιας νέας «μπολσεβίκικης» εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα δεν μπορεί να βρει ακριβές αντίστοιχο στον σύγχρονο κατασταλτικό κρατικό μηχανισμό και στους υπερτροφικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Από την άλλη, η προσπάθεια ψηλάφησης μιας σύγχρονης εκδοχής επαναστατικής στρατηγικής που να προσιδιάζει στις συνθήκες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής δύσης και στο έδαφος της κριτικής στους σοβιετικούς σχηματισμούς, όπως επιχειρήθηκε από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα μετά τα κινήματα του ’68, υποτάχθηκε τελικά στην κοινοβουλευτική τακτική και ενσωματώθηκε πλήρως στις προτεραιότητες της αστικής στρατηγικής, ακόμα και στα ιδεολογικά της όρια, αυτά της αστικής ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού.
Κάπως έτσι η συζήτηση για τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική βρίσκεται σήμερα σταματημένη στη δεκαετία του ’70. Και σε αυτό το φόντο καλούμαστε σήμερα να ξαναθέσουμε ερωτήματα και ταυτόχρονα να ψηλαφήσουμε θεωρητικά και πρακτικά τις απαντήσεις τους, στο έδαφος συσσωρευμένων αντιφάσεων και ανεπαρκειών. Οφείλουμε να ανασυγκροτήσουμε μια διαλεκτική της ηγεμονίας, σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, που εγγραφόμασταν σε μια διαλεκτική της αντίστασης και της κριτικής.
Επαναστατική στρατηγική και συγκυρία
Όλοι συνηθίζουμε να κάνουμε ένα αυθόρμητο λάθος: να θεωρούμε ότι η στρατηγική δεν αφορά κάθε στιγμή ή ότι η στρατηγική που υιοθετούμε σε κάθε συγκυρία καθορίζεται μονοσήμαντα από τον ονομαστικό πολιτικό στόχο της περιόδου. Έτσι, θεωρούμε συχνά ότι προκειμένου να μιλήσουμε για την επαναστατική στρατηγική θα πρέπει να αναγνωρίζουμε την περίοδο ως δυνάμει επαναστατική. Έτσι, όμως, σιωπηρά θεωρούμε ότι όταν ο συσχετισμός είναι δυσμενής, μπορούμε να σχεδιάζουμε μόνο στο πλαίσιο αντιστάσεων στη στρατηγική του αντιπάλου. Σε εκείνη την περίπτωση το έλλειμμα αρθρωμένης επαναστατικής στρατηγικής υποκαθιστά η ιδεολογική έγκληση της επαναστατικής ρήξης. Όχι, βέβαια, χωρίς σημασία και αυτό, αλλά οπωσδήποτε με σημαντικό φυσιογνωμικό κόστος.
Και όμως, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, ό,τι κάνουμε πάντα εγγράφεται σε μια μακροπρόθεσμη ταξική στρατηγική. Αυτή η παραδοχή βέβαια δεν σημαίνει ότι σε κάθε συγκυρία είναι δυνατόν να απαντηθεί το σύνολο των κεντρικών ερωτημάτων που τη συνθέτουν ή ότι σε κάθε συγκυρία είναι εφικτή η επαναστατική ρήξη. Οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές αρθρώνονται πάνω σε μια στρατηγική, είτε αυτή είναι ρητή και γίνεται κατανοητή από το υποκείμενο που την υλοποιεί είτε όχι, και δύνανται να τροποποιήσουν τον ταξικό συσχετισμό ή και να διανοίξουν δυνατότητες ψηλάφησης συνολικότερων ανατροπών. Συνοπτικά, οι στρατηγικές είναι υλικές δυναμικές μέσα στη συγκυρία, συμπυκνώσεις κατευθύνσεων σε στόχους πάλης, δεν είναι κυρίως λόγος, ούτε η επιτυχία τους ορίζεται από την πλήρη, συνειδητή υιοθέτηση του συνόλου του επαναστατικού πολιτικού προγράμματος από το κοινωνικό υποκείμενο. Με την έννοια αυτή, ο ονομαστικός στόχος σε κάθε συγκυρία δεν καθορίζει μονοσήμαντα τη μακροπρόθεσμη στρατηγική, αλλά εγγράφεται στις συνολικές προϋποθέσεις της, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, είναι και αυτές που τη χαρακτηρίζουν.
Όλοι συνηθίζουμε να κάνουμε ένα αυθόρμητο λάθος: να θεωρούμε ότι η στρατηγική δεν αφορά κάθε στιγμή ή ότι η στρατηγική που υιοθετούμε σε κάθε συγκυρία καθορίζεται μονοσήμαντα από τον ονομαστικό πολιτικό στόχο της περιόδου. Έτσι, θεωρούμε συχνά ότι προκειμένου να μιλήσουμε για την επαναστατική στρατηγική θα πρέπει να αναγνωρίζουμε την περίοδο ως δυνάμει επαναστατική. Έτσι, όμως, σιωπηρά θεωρούμε ότι όταν ο συσχετισμός είναι δυσμενής, μπορούμε να σχεδιάζουμε μόνο στο πλαίσιο αντιστάσεων στη στρατηγική του αντιπάλου. Σε εκείνη την περίπτωση το έλλειμμα αρθρωμένης επαναστατικής στρατηγικής υποκαθιστά η ιδεολογική έγκληση της επαναστατικής ρήξης. Όχι, βέβαια, χωρίς σημασία και αυτό, αλλά οπωσδήποτε με σημαντικό φυσιογνωμικό κόστος.
Και όμως, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, ό,τι κάνουμε πάντα εγγράφεται σε μια μακροπρόθεσμη ταξική στρατηγική. Αυτή η παραδοχή βέβαια δεν σημαίνει ότι σε κάθε συγκυρία είναι δυνατόν να απαντηθεί το σύνολο των κεντρικών ερωτημάτων που τη συνθέτουν ή ότι σε κάθε συγκυρία είναι εφικτή η επαναστατική ρήξη. Οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές αρθρώνονται πάνω σε μια στρατηγική, είτε αυτή είναι ρητή και γίνεται κατανοητή από το υποκείμενο που την υλοποιεί είτε όχι, και δύνανται να τροποποιήσουν τον ταξικό συσχετισμό ή και να διανοίξουν δυνατότητες ψηλάφησης συνολικότερων ανατροπών. Συνοπτικά, οι στρατηγικές είναι υλικές δυναμικές μέσα στη συγκυρία, συμπυκνώσεις κατευθύνσεων σε στόχους πάλης, δεν είναι κυρίως λόγος, ούτε η επιτυχία τους ορίζεται από την πλήρη, συνειδητή υιοθέτηση του συνόλου του επαναστατικού πολιτικού προγράμματος από το κοινωνικό υποκείμενο. Με την έννοια αυτή, ο ονομαστικός στόχος σε κάθε συγκυρία δεν καθορίζει μονοσήμαντα τη μακροπρόθεσμη στρατηγική, αλλά εγγράφεται στις συνολικές προϋποθέσεις της, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, είναι και αυτές που τη χαρακτηρίζουν.
Συγκυρία και αδύναμος κρίκος
Σε αυτό το φόντο μπορούμε να ξαναδούμε την περίφημη θέση για τον αδύναμο κρίκο, θέση που χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν για να χαρακτηρίσει σχηματισμούς που μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να βρεθούν κοντύτερα σε διαδικασία επαναστατικού σχηματισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί χαρακτηρίζουν την Ελλάδα ως τον σύγχρονο αδύναμο κρίκο. Αυτό, βέβαια, μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται υπερβολικό, όμως, παρόλες τις στρατηγικές ανεπάρκειες της Αριστεράς στην Ελλάδα, η δυνατότητα εκκίνησης μιας τέτοιας διαδικασίας αποτελεί υποτελές μεν, αλλά υπαρκτό, υλικό ενδεχόμενο στη συγκυρία.
Αυτή είναι και η βαθύτερη αξία της θέσης ότι η Ελλάδα πρέπει σήμερα με πρωτοβουλία του λαϊκού παράγοντα να βγει από το ευρώ. Δεν σχετίζεται με κάποιου τύπου «οικονομικό εθνικισμό» ή με αυταπάτες για τις δυσκολίες αυτού του δρόμου στις διεθνοποιημένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου. Σχετίζεται, βασικά, με την πεποίθηση ότι σε αυτό το αίτημα συναρθρώνεται το σύνολο των αντιφάσεων που διέπουν σήμερα τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και καθορίζουν την κυριαρχία της αστικής γραμμής ή τις δυνατότητες εμφάνισης μιας δυνάμει ανταγωνιστικής ταξικής στρατηγικής. Δεν σηματοδοτεί βεβαιότητα για την επικράτηση της δεύτερης, αλλά αποφασιστικό σημείο καμπής για τη δυνατότητά της.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα σήμαινε αποφασιστική παρέμβαση των υποτελών στρωμάτων στον ταξικό συσχετισμό. Παράλληλα, οι δυναμικές που θα απελευθέρωνε μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν τεράστιες τόσο στο υλικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο: αφ’ ενός, γιατί θα κλονιζόταν συθέμελα ο βασικότερος αρμός της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και, αφ’ ετέρου, γιατί θα έσπαγε στην πράξη ένας από τους σημαντικότερους ιδεολογικούς μονόδρομους της αστικής στρατηγικής, θα έδινε τεράστια ταξική αυτοπεποίθηση στις λαϊκές μάζες και θα απελευθέρωνε ιδεολογικές και πολιτικές δημιουργικές δυνάμεις.
Χωρίς να επιχειρούμε να αναδείξουμε ιστορικά ανάλογα, θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις πραγματικές επαναστατικές δυνατότητες που σηματοδότησε το σύνθημα «ψωμί – ειρήνη – δουλειά» στη Ρωσία του ’17. Όχι επειδή οι μπολσεβίκοι στερούνταν προγράμματος, κοινωνικών εκπροσωπήσεων και ιδεολογικού βάθους –αυτά σήμερα στερείται επί της ουσίας η Αριστερά και σηματοδοτούν τη μεγάλη πολιτική και ιδεολογική απόσταση που μας χωρίζει από το να έχουμε μια συγκυρία όπως θα θέλαμε– αλλά επειδή το ίδιο το σύνθημα συμπύκνωνε τις υλικές προϋποθέσεις μιας άλλης στρατηγικής επιδίωξης στην «τωρινή στιγμή» της πάλης των τάξεων της περιόδου εκείνης. Αυτό το υλικό σημείο στη συγκυρία οφείλουμε κι εμείς να αναζητήσουμε σήμερα.
Σε αυτό το φόντο μπορούμε να ξαναδούμε την περίφημη θέση για τον αδύναμο κρίκο, θέση που χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν για να χαρακτηρίσει σχηματισμούς που μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να βρεθούν κοντύτερα σε διαδικασία επαναστατικού σχηματισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί χαρακτηρίζουν την Ελλάδα ως τον σύγχρονο αδύναμο κρίκο. Αυτό, βέβαια, μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται υπερβολικό, όμως, παρόλες τις στρατηγικές ανεπάρκειες της Αριστεράς στην Ελλάδα, η δυνατότητα εκκίνησης μιας τέτοιας διαδικασίας αποτελεί υποτελές μεν, αλλά υπαρκτό, υλικό ενδεχόμενο στη συγκυρία.
Αυτή είναι και η βαθύτερη αξία της θέσης ότι η Ελλάδα πρέπει σήμερα με πρωτοβουλία του λαϊκού παράγοντα να βγει από το ευρώ. Δεν σχετίζεται με κάποιου τύπου «οικονομικό εθνικισμό» ή με αυταπάτες για τις δυσκολίες αυτού του δρόμου στις διεθνοποιημένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της περιόδου. Σχετίζεται, βασικά, με την πεποίθηση ότι σε αυτό το αίτημα συναρθρώνεται το σύνολο των αντιφάσεων που διέπουν σήμερα τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και καθορίζουν την κυριαρχία της αστικής γραμμής ή τις δυνατότητες εμφάνισης μιας δυνάμει ανταγωνιστικής ταξικής στρατηγικής. Δεν σηματοδοτεί βεβαιότητα για την επικράτηση της δεύτερης, αλλά αποφασιστικό σημείο καμπής για τη δυνατότητά της.
Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα σήμαινε αποφασιστική παρέμβαση των υποτελών στρωμάτων στον ταξικό συσχετισμό. Παράλληλα, οι δυναμικές που θα απελευθέρωνε μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν τεράστιες τόσο στο υλικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο: αφ’ ενός, γιατί θα κλονιζόταν συθέμελα ο βασικότερος αρμός της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και, αφ’ ετέρου, γιατί θα έσπαγε στην πράξη ένας από τους σημαντικότερους ιδεολογικούς μονόδρομους της αστικής στρατηγικής, θα έδινε τεράστια ταξική αυτοπεποίθηση στις λαϊκές μάζες και θα απελευθέρωνε ιδεολογικές και πολιτικές δημιουργικές δυνάμεις.
Χωρίς να επιχειρούμε να αναδείξουμε ιστορικά ανάλογα, θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις πραγματικές επαναστατικές δυνατότητες που σηματοδότησε το σύνθημα «ψωμί – ειρήνη – δουλειά» στη Ρωσία του ’17. Όχι επειδή οι μπολσεβίκοι στερούνταν προγράμματος, κοινωνικών εκπροσωπήσεων και ιδεολογικού βάθους –αυτά σήμερα στερείται επί της ουσίας η Αριστερά και σηματοδοτούν τη μεγάλη πολιτική και ιδεολογική απόσταση που μας χωρίζει από το να έχουμε μια συγκυρία όπως θα θέλαμε– αλλά επειδή το ίδιο το σύνθημα συμπύκνωνε τις υλικές προϋποθέσεις μιας άλλης στρατηγικής επιδίωξης στην «τωρινή στιγμή» της πάλης των τάξεων της περιόδου εκείνης. Αυτό το υλικό σημείο στη συγκυρία οφείλουμε κι εμείς να αναζητήσουμε σήμερα.
Αριστερά, εξουσία, κυβέρνηση
Η προοπτική αυτή ανοίγει ξανά για την Αριστερά το ερώτημα της εξουσίας. Για να μπορέσουμε, όμως, να το ψηλαφήσουμε, θα πρέπει πρώτα να κάνουμε κάποιες παραδοχές. Η εξουσία στην οποία στοχεύει η Αριστερά είναι η εξουσία που εγγράφεται σε μια επαναστατική στρατηγική με ορίζοντά τη ριζική τροποποίηση των κοινωνικών σχέσεων, άρα και των ίδιων των όρων άρθρωσης και άσκησης αυτής της εξουσίας. Είναι κυρίως μια εξουσία που στο επίκεντρό της έχει τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί, της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, αρθρωμένης γύρω από τη σύγχρονη εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα, τις κοινωνικές τάξεις και μερίδες που συνιστούν σήμερα τον «συλλογικό εργαζόμενο». Επομένως, δεν μπορεί η εξουσία να ασκηθεί ερήμην αυτών των στρωμάτων και των θεσμών τους, δεν μπορεί να ασκηθεί ούτε καν στο όνομά τους, χωρίς τη διαρκή υλική παρουσία τους, τη συναπόφαση, τη συμμετοχή τους, δεν μπορεί να ασκηθεί παρά από τους νέους αυτούς θεσμούς εξουσίας που θα δημιουργήσουν.
Τα ερωτήματα, όμως, η Αριστερά δεν τα αντιμετωπίζει μέσα σε πολιτικό κενό. Τα αντιμετωπίζει σε δοσμένο χρόνο, χώρο και συνθήκες, μέσα στις οποίες πρέπει να διανοίξει τον σύγχρονο επαναστατικό δρόμο την ίδια στιγμή που θα τον περπατάει κιόλας. Δεν είναι παράξενο να αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να κάνει σήμερα η Αριστερά, αν θα μπορούσε να ενωθεί για να διαχειριστεί, κάτω από ένα αντιμνημονιακό πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, το αστικό κράτος. Μόνο που αυτή η προσέγγιση της σχέσης της Αριστεράς με την αστική εξουσία υποτιμά την υλικότητα του κράτους και των μηχανισμών του. Υποτιμά ότι χωρίς προγραμματικές τομές, χωρίς τις κρίσιμες ρήξεις με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και άμεσες αλλαγές στο πλαίσιο ενός προγράμματος ριζικά ανταγωνιστικών και συνάμα μεταβατικών στόχων, αλλά και χωρίς τη διαφορετική σχέση των μαζών με την εξουσία και την απελευθέρωση μιας λαϊκής ιδεολογικής αυτομορφωτικής διαδικασίας αυτή η υλικότητα του σύγχρονου αστικού κράτους θα επικρατούσε επί των όποιων προθέσεων. Δεν είναι, άλλωστε, μακρινά τα παραδείγματα της ιταλικής «πληθυντικής Αριστεράς» ή της γαλλικής «παναριστερής» εκδοχής, που κατέληξαν να διαχειρίζονται τις πολιτικές, η καταγγελία των οποίων τις είχε προηγουμένως φέρει στην εξουσία.
Έτσι, θεωρούμε ότι σήμερα είναι φαλκιδευμένο αυτό το έδαφος, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δει η Αριστερά τη δυνατότητα κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας ως στιγμή ανταγωνιστικής ταξικής στρατηγικής. Όχι μόνο γιατί οι συζητήσεις για την αριστερή κυβέρνηση δεν έχουν στον πυρήνα τους αυτές τις αναγκαίες προγραμματικές τομές και γίνονται από τη σκοπιά μιας ασαφούς ενότητας σε ό,τι μπορούμε να συμφωνήσουμε, αλλά και γιατί δεν είναι διαμορφωμένες οι συνθήκες που θα επέτρεπαν το ξεδίπλωμα μιας τέτοιας τακτικής: η «υλοποιημένη» στο πολιτικό σκηνικό αριστερή επαναστατική πρόταση, η έστω και μειοψηφική αλλά υπαρκτή πολιτική οντότητα που θα σηματοδοτούσε ότι το ερώτημα τίθεται αυτοτελώς και ότι βρίσκεται στον πυρήνα της όποιας τακτικής. Ακριβώς αυτή είναι, άλλωστε, σήμερα η αναγκαιότητα ενός σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα σε διαλεκτική με το αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, επίσης αναγκαίο για να αποτελέσει το φορέα του μεταβατικού προγράμματος. Ακόμη περισσότερο όμως, δεν είναι διαμορφωμένοι οι αυτοτελείς πολιτικοί θεσμοί αντι-εξουσίας του δυνάμει κοινωνικού υποκειμένου, της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, που θα σηματοδοτούσαν το σπέρμα μιας άλλης σχέσης των μαζών με την πολιτική και το πρόπλασμα του κυρίαρχου πόλου άσκησης της εξουσίας σε δυνάμει επαναστατική στρατηγική• δεν είναι, δηλαδή, διαμορφωμένοι οι όροι μιας δυνάμει δυαδικής εξουσίας.
Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν σημαίνουν ότι το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας, της εξουσίας ακόμη και του ίδιου του αστικού κράτους, δεν μπορεί να αποτελεί μέρος μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Στο έδαφος, άλλωστε, της γιγάντωσης του κρατικού μηχανισμού και της αδυναμίας για σχεδόν «απευθείας» οικοδόμηση ενός νέου «προλεταριακού» κράτους ή τύπου εξουσίας, όπως ενδεχομένως είχαν τη δυνατότητα παλιότερες απόπειρες, μια ανταγωνιστική ταξική στρατηγική –μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αλλιώς– μπορεί ακόμη και να χρειαστεί να εκκινήσει από την κατάληψη της αστικής εξουσίας και άρα του αστικού κράτους, να κυριαρχήσει στον αστικό πολιτικό μηχανισμό. Και είναι σήμερα απαραίτητο να σπάσει αυτό το ταμπού στη συζήτηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα να συζητηθούν οι συνολικές προϋποθέσεις μιας σύγχρονης ταξικής, επαναστατικής στρατηγικής και οι προϋποθέσεις κάτω από της οποίες θα μπορούσε να συνεισφέρει σε αυτήν μια κυβερνητική εξουσία. Τα παραδείγματα της Λατινικής Αμερικής, με όλη την αντιφατικότητά τους, θέτουν επί τάπητος ένα νέο «υπόδειγμα» αντιιμπεριαλιστικής μεταβατικής εξουσίας με ανοιχτές αντιθέσεις στο εσωτερικό του.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα είχε να αντιμετωπίσει κανείς σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η ταύτιση της αριστερής στρατηγικής για την εξουσία με την κυβερνητική εξουσία. Η τελευταία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί στιγμή σε μια στρατηγική, στιγμή που δεν θα όριζε κυρίαρχα αυτή τη στρατηγική, δεν θα αποτελούσε τον «ορίζοντα γεγονότων» της. Όμως, ακόμη και η συνείδηση των κινδύνων ενσωμάτωσης που μπορεί να εγκυμονεί μια τέτοια επιλογή δεν είναι αρκετή. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς μπορεί να υπάρξουν δικλείδες ασφαλείας με αντικειμενικούς όρους. Και εδώ, οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Γνώμη μας είναι ότι η δημιουργία αυτοτελών θεσμών εξουσίας της κοινωνικής συμμαχίας που στηρίζει αυτή την (κυβερνητική) εξουσία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποτελεί η τελευταία τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Αναφερόμαστε, δηλαδή, στην οικοδόμηση θεσμών δυαδικής εξουσίας, που την ίδια ώρα που η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας θα δίνει τόσο την τυπική νομιμοποίηση όσο και τη δυνατότητα άσκησης της πολιτικής εξουσίας στον εκπρόσωπο μιας τέτοιας συμμαχίας και ενώ θα κερδίζει την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, την ίδια στιγμή οι λαϊκές μάζες θα φτιάχνουν τους δικούς τους καθημερινούς θεσμούς, θα μάθουν να λειτουργούν, να αποφασίζουν και να υλοποιούν αλλιώς.
Βέβαια, όλα αυτά σημαίνουν την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός σύγχρονου ηγεμονικού πολιτικού προτάγματος που θα επιχειρεί να αρθρώνει στρατηγική για το σύνολο του τόπου, να οικοδομεί την κοινωνική συμμαχία που επιχειρεί να εκπροσωπήσει, να δημιουργεί τους ιδεολογικούς και αυτομορφωτικούς όρους για την απελευθέρωση δημιουργικών κοινωνικών δυναμικών, ιδεών και ικανοτήτων. Και αυτή η δύσκολη διαλεκτική σημαίνει ταυτόχρονα σημαντικές απαιτήσεις για το πολιτικό υποκείμενο που θα την αναλάβει. Ένα υποκείμενο το οποίο την ίδια στιγμή που θα είναι απαρέγκλιτος φορέας ενός συνόλου στρατηγικών αρχών, δεν θα καθοδηγεί στενά, κάτω από την ιστορική βεβαιότητα του σκοπού που το ορίζει και του πιθανού προορισμού του, αλλά θα λαμβάνει μέρος στην ίδια τη δυναμική, θα μαθαίνει από τις μάζες και θα μαθαίνει τις μάζες, θα αποτελεί το ίδιο ανοιχτή διαρκή αυτομορφωτική, κριτική και αυτοκριτική, διαδικασία ηγεμονίας του ορθού επί του λάθους και κυριαρχίας των εργατικών ταξικών συμφερόντων, όπως η κοινωνία που θέλει να οικοδομήσει.
Η προοπτική αυτή ανοίγει ξανά για την Αριστερά το ερώτημα της εξουσίας. Για να μπορέσουμε, όμως, να το ψηλαφήσουμε, θα πρέπει πρώτα να κάνουμε κάποιες παραδοχές. Η εξουσία στην οποία στοχεύει η Αριστερά είναι η εξουσία που εγγράφεται σε μια επαναστατική στρατηγική με ορίζοντά τη ριζική τροποποίηση των κοινωνικών σχέσεων, άρα και των ίδιων των όρων άρθρωσης και άσκησης αυτής της εξουσίας. Είναι κυρίως μια εξουσία που στο επίκεντρό της έχει τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπεί, της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, αρθρωμένης γύρω από τη σύγχρονη εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα, τις κοινωνικές τάξεις και μερίδες που συνιστούν σήμερα τον «συλλογικό εργαζόμενο». Επομένως, δεν μπορεί η εξουσία να ασκηθεί ερήμην αυτών των στρωμάτων και των θεσμών τους, δεν μπορεί να ασκηθεί ούτε καν στο όνομά τους, χωρίς τη διαρκή υλική παρουσία τους, τη συναπόφαση, τη συμμετοχή τους, δεν μπορεί να ασκηθεί παρά από τους νέους αυτούς θεσμούς εξουσίας που θα δημιουργήσουν.
Τα ερωτήματα, όμως, η Αριστερά δεν τα αντιμετωπίζει μέσα σε πολιτικό κενό. Τα αντιμετωπίζει σε δοσμένο χρόνο, χώρο και συνθήκες, μέσα στις οποίες πρέπει να διανοίξει τον σύγχρονο επαναστατικό δρόμο την ίδια στιγμή που θα τον περπατάει κιόλας. Δεν είναι παράξενο να αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να κάνει σήμερα η Αριστερά, αν θα μπορούσε να ενωθεί για να διαχειριστεί, κάτω από ένα αντιμνημονιακό πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, το αστικό κράτος. Μόνο που αυτή η προσέγγιση της σχέσης της Αριστεράς με την αστική εξουσία υποτιμά την υλικότητα του κράτους και των μηχανισμών του. Υποτιμά ότι χωρίς προγραμματικές τομές, χωρίς τις κρίσιμες ρήξεις με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και άμεσες αλλαγές στο πλαίσιο ενός προγράμματος ριζικά ανταγωνιστικών και συνάμα μεταβατικών στόχων, αλλά και χωρίς τη διαφορετική σχέση των μαζών με την εξουσία και την απελευθέρωση μιας λαϊκής ιδεολογικής αυτομορφωτικής διαδικασίας αυτή η υλικότητα του σύγχρονου αστικού κράτους θα επικρατούσε επί των όποιων προθέσεων. Δεν είναι, άλλωστε, μακρινά τα παραδείγματα της ιταλικής «πληθυντικής Αριστεράς» ή της γαλλικής «παναριστερής» εκδοχής, που κατέληξαν να διαχειρίζονται τις πολιτικές, η καταγγελία των οποίων τις είχε προηγουμένως φέρει στην εξουσία.
Έτσι, θεωρούμε ότι σήμερα είναι φαλκιδευμένο αυτό το έδαφος, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δει η Αριστερά τη δυνατότητα κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας ως στιγμή ανταγωνιστικής ταξικής στρατηγικής. Όχι μόνο γιατί οι συζητήσεις για την αριστερή κυβέρνηση δεν έχουν στον πυρήνα τους αυτές τις αναγκαίες προγραμματικές τομές και γίνονται από τη σκοπιά μιας ασαφούς ενότητας σε ό,τι μπορούμε να συμφωνήσουμε, αλλά και γιατί δεν είναι διαμορφωμένες οι συνθήκες που θα επέτρεπαν το ξεδίπλωμα μιας τέτοιας τακτικής: η «υλοποιημένη» στο πολιτικό σκηνικό αριστερή επαναστατική πρόταση, η έστω και μειοψηφική αλλά υπαρκτή πολιτική οντότητα που θα σηματοδοτούσε ότι το ερώτημα τίθεται αυτοτελώς και ότι βρίσκεται στον πυρήνα της όποιας τακτικής. Ακριβώς αυτή είναι, άλλωστε, σήμερα η αναγκαιότητα ενός σύγχρονου κομμουνιστικού φορέα σε διαλεκτική με το αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, επίσης αναγκαίο για να αποτελέσει το φορέα του μεταβατικού προγράμματος. Ακόμη περισσότερο όμως, δεν είναι διαμορφωμένοι οι αυτοτελείς πολιτικοί θεσμοί αντι-εξουσίας του δυνάμει κοινωνικού υποκειμένου, της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, που θα σηματοδοτούσαν το σπέρμα μιας άλλης σχέσης των μαζών με την πολιτική και το πρόπλασμα του κυρίαρχου πόλου άσκησης της εξουσίας σε δυνάμει επαναστατική στρατηγική• δεν είναι, δηλαδή, διαμορφωμένοι οι όροι μιας δυνάμει δυαδικής εξουσίας.
Όλα τα παραπάνω, όμως, δεν σημαίνουν ότι το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας, της εξουσίας ακόμη και του ίδιου του αστικού κράτους, δεν μπορεί να αποτελεί μέρος μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Στο έδαφος, άλλωστε, της γιγάντωσης του κρατικού μηχανισμού και της αδυναμίας για σχεδόν «απευθείας» οικοδόμηση ενός νέου «προλεταριακού» κράτους ή τύπου εξουσίας, όπως ενδεχομένως είχαν τη δυνατότητα παλιότερες απόπειρες, μια ανταγωνιστική ταξική στρατηγική –μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού αλλιώς– μπορεί ακόμη και να χρειαστεί να εκκινήσει από την κατάληψη της αστικής εξουσίας και άρα του αστικού κράτους, να κυριαρχήσει στον αστικό πολιτικό μηχανισμό. Και είναι σήμερα απαραίτητο να σπάσει αυτό το ταμπού στη συζήτηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα να συζητηθούν οι συνολικές προϋποθέσεις μιας σύγχρονης ταξικής, επαναστατικής στρατηγικής και οι προϋποθέσεις κάτω από της οποίες θα μπορούσε να συνεισφέρει σε αυτήν μια κυβερνητική εξουσία. Τα παραδείγματα της Λατινικής Αμερικής, με όλη την αντιφατικότητά τους, θέτουν επί τάπητος ένα νέο «υπόδειγμα» αντιιμπεριαλιστικής μεταβατικής εξουσίας με ανοιχτές αντιθέσεις στο εσωτερικό του.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που θα είχε να αντιμετωπίσει κανείς σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η ταύτιση της αριστερής στρατηγικής για την εξουσία με την κυβερνητική εξουσία. Η τελευταία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί στιγμή σε μια στρατηγική, στιγμή που δεν θα όριζε κυρίαρχα αυτή τη στρατηγική, δεν θα αποτελούσε τον «ορίζοντα γεγονότων» της. Όμως, ακόμη και η συνείδηση των κινδύνων ενσωμάτωσης που μπορεί να εγκυμονεί μια τέτοια επιλογή δεν είναι αρκετή. Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς μπορεί να υπάρξουν δικλείδες ασφαλείας με αντικειμενικούς όρους. Και εδώ, οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Γνώμη μας είναι ότι η δημιουργία αυτοτελών θεσμών εξουσίας της κοινωνικής συμμαχίας που στηρίζει αυτή την (κυβερνητική) εξουσία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποτελεί η τελευταία τμήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Αναφερόμαστε, δηλαδή, στην οικοδόμηση θεσμών δυαδικής εξουσίας, που την ίδια ώρα που η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας θα δίνει τόσο την τυπική νομιμοποίηση όσο και τη δυνατότητα άσκησης της πολιτικής εξουσίας στον εκπρόσωπο μιας τέτοιας συμμαχίας και ενώ θα κερδίζει την πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, την ίδια στιγμή οι λαϊκές μάζες θα φτιάχνουν τους δικούς τους καθημερινούς θεσμούς, θα μάθουν να λειτουργούν, να αποφασίζουν και να υλοποιούν αλλιώς.
Βέβαια, όλα αυτά σημαίνουν την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός σύγχρονου ηγεμονικού πολιτικού προτάγματος που θα επιχειρεί να αρθρώνει στρατηγική για το σύνολο του τόπου, να οικοδομεί την κοινωνική συμμαχία που επιχειρεί να εκπροσωπήσει, να δημιουργεί τους ιδεολογικούς και αυτομορφωτικούς όρους για την απελευθέρωση δημιουργικών κοινωνικών δυναμικών, ιδεών και ικανοτήτων. Και αυτή η δύσκολη διαλεκτική σημαίνει ταυτόχρονα σημαντικές απαιτήσεις για το πολιτικό υποκείμενο που θα την αναλάβει. Ένα υποκείμενο το οποίο την ίδια στιγμή που θα είναι απαρέγκλιτος φορέας ενός συνόλου στρατηγικών αρχών, δεν θα καθοδηγεί στενά, κάτω από την ιστορική βεβαιότητα του σκοπού που το ορίζει και του πιθανού προορισμού του, αλλά θα λαμβάνει μέρος στην ίδια τη δυναμική, θα μαθαίνει από τις μάζες και θα μαθαίνει τις μάζες, θα αποτελεί το ίδιο ανοιχτή διαρκή αυτομορφωτική, κριτική και αυτοκριτική, διαδικασία ηγεμονίας του ορθού επί του λάθους και κυριαρχίας των εργατικών ταξικών συμφερόντων, όπως η κοινωνία που θέλει να οικοδομήσει.
Αντί επιλόγου
Ακόμη όμως και αν επιλέγαμε, έστω και αναγκαστικά στις σύγχρονες συνθήκες, τον αντιφατικό δρόμο που ορίζει η αφετηρία της κατάληψης υπό προϋποθέσεις της κυβερνητικής εξουσίας, αυτό δεν θα σήμαινε καθόλου έναν αναγκαστικά «ειρηνικό δρόμο» για το σοσιαλισμό. Ακριβώς γιατί τη βιαιότητα ή μη ενός τέτοιου δρόμου δεν την ορίζουν οι μορφές, αλλά ο ανταγωνισμός των κοινωνικών συμφερόντων που συγκρούονται. Και είναι βέβαιο ότι το ενδεχόμενο ακόμη και μιας, σε πρώτη φάση, κυβερνητικής εξουσίας που θα εγγραφόταν, όμως, ως υποτελές βήμα σε μια συνολική ανταγωνιστική ταξική στρατηγική, δεν θα άφηνε χωρίς αντιδράσεις τον πυρήνα των συμφερόντων που θα έθιγε…
http://ilesxi.wordpress.com/ Ακόμη όμως και αν επιλέγαμε, έστω και αναγκαστικά στις σύγχρονες συνθήκες, τον αντιφατικό δρόμο που ορίζει η αφετηρία της κατάληψης υπό προϋποθέσεις της κυβερνητικής εξουσίας, αυτό δεν θα σήμαινε καθόλου έναν αναγκαστικά «ειρηνικό δρόμο» για το σοσιαλισμό. Ακριβώς γιατί τη βιαιότητα ή μη ενός τέτοιου δρόμου δεν την ορίζουν οι μορφές, αλλά ο ανταγωνισμός των κοινωνικών συμφερόντων που συγκρούονται. Και είναι βέβαιο ότι το ενδεχόμενο ακόμη και μιας, σε πρώτη φάση, κυβερνητικής εξουσίας που θα εγγραφόταν, όμως, ως υποτελές βήμα σε μια συνολική ανταγωνιστική ταξική στρατηγική, δεν θα άφηνε χωρίς αντιδράσεις τον πυρήνα των συμφερόντων που θα έθιγε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.