του Λεωνίδα Κάνζα
Η ιλαροτραγωδία στην Ελλάδα έχει τελειώσει. Οι αγανακτισμένοι δεν μπόρεσαν να ενωθούν σε μια βιώσιμη δύναμη κατά της κυβέρνησης και των μέτρων λιτότητας που επέβαλε το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όταν κάλυπταν τις διαδηλώσεις, τα επίσημα ελληνικά και ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης επικεντρωνόνταν στους «διεφθαρμένους» και «τεμπέληδες» εργαζόμενους του δημόσιου τομέα που «κάνουν την μισή δουλειά» και κερδίζουν «διπλάσια» από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Υποστήριξαν ότι το «φουσκωμένο κόστος εργασίας» ήταν η αιτία των δεινών στην Ελλάδα, και ότι τα αντεργατικά μέτρα της εποχής του Ρέιγκαν και της Θάτσερ είναι ο τρόπος για την αντιμετώπισή τους.
Παραπλάνησαν πολλούς να πιστέψουν ότι οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα αποτελούσαν το σκληρό πυρήνα και πλειοψηφία των διαδηλωτών.
Τίποτα όμως δεν απείχε περισσότερο από την αλήθεια – αυτοί οι άνθρωποι ήταν σε μεγάλο βαθμό απόντες από τις πλατείες.
Όπως και όλες οι κοινωνίες, η Ελλάδα έχει προνομιούχους και μη-προνομιούχους, άρχοντες και καταπιεσμένους. Όπως παντού, οι κυβερνήτες στην Ελλάδα είναι μια μικρή μειοψηφία και χρειάζονται συμμάχους. Τους βρίσκουν ανάμεσα σε εκείνους των οποίων η κοινωνική θέση είναι ενδιάμεση μεταξύ των εκμεταλλευτών και τον εκμεταλλευόμενων. Οι κυβερνήτες επίσης προσπαθούν ψυχολογικά να σφετεριστούν τους τελευταίους και να δημιουργήσουν την εντύπωση σε αυτούς ότι δεν είναι πραγματικά μη-προνομιούχοι (έτσι, για παράδειγμα, ο αυτοπροσδιορισμός των περισσότερων Αμερικάνων μισθωτών όχι ως εργάτες, αλλά ως μέλη της «μεσαίας τάξης»). Έτσι και στην χώρα μας: η «άρχουσα κοινωνική συμμαχία» είναι μια σύνθετη οντότητα που για δεκαετίες έχει μπερδέψει πολλούς πολιτικούς αναλυτές, ακόμη και εκείνους οπλισμένους με μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης. Αυτό το διαταξικό φαινόμενο αποτελείται από περίπου 48 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού.
Εκτός από τους μεγάλους καπιταλιστές (335.000 ή το 6 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού) και των «μικρών καπιταλιστών» της πόλης και της χώρας που κατέχουν μικρή παραγωγική ιδιοκτησία και συχνά απασχολούν εργασία (1,5 εκατ. ευρώ ή 29 τοις εκατό), η «άρχουσα κοινωνική συμμαχία» περιλαμβάνει επίσης τους σχετικά προνομιούχους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα (600.000 ή 11 τοις εκατό).
Είναι πλέων πασίγνωστο ότι η Πλατεία Συντάγματος, το κέντρο της διαμαρτυρίας στην Αθήνα και στην χώρα γενικότερα, ήταν στηνπραγματικότητα δύο «πλατείες» – η «προοδευτική» «κάτω πλατεία» και η πιο συντηρητική, ακόμη και «αντιδραστική», «πάνω πλατεία». Διαδηλωτές στην πρώτη έτειναν να συμμετάσχουν σε συζητήσεις που μερικές φορές εκφυλίζονταν σε ό, τι μπορεί με ευσπλαχνία να περιγραφεί ως «γκρούπ θέραπι». Αντίθετα, οι άνθρωποι που συγκεντρώνονταν στην Λεωφόρο Αμαλίας έξω από τη Βουλή ήταν πιο «άμεσοι»: φώναζαν «ποδοσφαιρικά» συνθήματα, μουτζώνανε και βρίζανε τους βουλευτές στο εσωτερικό του κτιρίου.
Ένα κοινωνιολογικό δείγμα που λήφθηκε απο μια ομάδα στην «κάτω πλατεία» κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών τον Οκτώβριο αποκάλυψε τη ενεργή συμμετοχή αυτών των μελών: ένας ιδιοκτήτης μαγαζιού ρούχων, δύο άνεργοι επαγγελματίες που ζουν από την ενοικίαση διαμερισμάτων στην Αθήνα, ένας ιδιοκτήτης καταστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών, ένας φοιτητής πανεπιστημίου, ένας εργαζόμενος στον δημόσιο τομέα, τρεις ελεύθεροι επαγγελματίες (τεχνικός τηλεόρασης, επαγγελματίας μουσικός, ανεξάρτητος φωτογράφος) ένας βιβλιοθηκάριος και ένας διευθυντής περιβαλλοντικού ερευνητικού κέντρου. Έτσι, από τα έντεκα ενεργά μέλη της ομάδας, μόνο ο εργαζόμενος στο δημόσιο τομέα και ο περιβαλλοντολόγος ήταν μισθωτοί.
Η «πάνω πλατεία» Συντάγματος, όπου οι γαλανόλευκες σημαίες πάντα περίσσευαν, ήταν το πεδίο των πιο παραδοσιακών μικροαστών. Όταν επισκέπτονταν την Αθήνα από τη επαρχεία εδώ ερχόντουσαν οι αγροτικοί «μικροί καπιταλιστές» για να σμίξουν με τους αγανακτισμένους μικρέμπορες, βιοτέχνες, ιδιοκτήτες μαγαζιών και ταξί. Έντονα πατριωτικοί, μερικές φορές ακόμη και άκρως εθνικιστικοί, αυτοί οι διαδηλωτές ήταν στα μαχαίρια με τη «κάτω πλατεία».
Παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, οι δύο «πλατείες» ήταν σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Όλοι πίστευαν ότι πολεμούσαν ενάντια σε μία νέα «γερμανική κατοχή» και τους «δοσίλογους» εντός και εκτός της κυβέρνησης.
Πού ήταν οι εργάτες; Έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία Συντάγματος μόνο μερικές φορές σε πορείες της ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ. Η προσέλευση για τις πρώτες δύο οργανώσεις ήταν απογοητευτική. Ωστόσο, ακόμη και οι κομμουνιστές δεν ήταν πουθενά όταν οδομαχείες
ξέσπασαν στην πλατεία με τα ΜΑΤ. Η χλιαρή παρουσία του οργανωμένου εργατικού κινήματος στο φαινόμενο των αγανακτισμένων εξηγείται από το γεγονός ότι οι οργανώσεις του ελέγχονται από τους εργοδότες ή καθοδηγούνται πολιτικά και ιδεολογικά από τα μέλη της «κυρίαρχης
κοινωνικής συμμαχίας».
Ανάμεσα στους διαδηλωτές στο Σύνταγμα υπήρχαν βεβαίως εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, υποαπασχολούμενοι και άνεργοι. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των αγανακτισμένων ανήκε στην κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία. Και αν οι οργανωμένοι εργαζόμενοι ήταν μόνο σποραδικά ενεργοί στις διαμαρτυρίες, σε πολύ μικρότερο βαθμό ήταν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα – η παραγωγική καρδιά δηλαδή της Ελλάδας – που αριθμούν 1.4 εκατομμύρια. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι υπό την αυταρχική εξουσία των εργοδοτών και δεν τολμούν να φτιάξουν συνδικάτα. Ξέρουν ότι αν οργανωθούν στον τόπο δουλείας τους (όπως πάντα λέει να κάνουν το ΚΚΕ), απολύονται αμέσως.
Μια άλλη κοινωνική ομάδα που ήταν εντελώς απούσα ήταν οι ξένοι εργάτες. Περισσότεροι από 900,000, εργάζονται σε μικρές επιχειρήσεις
όπου υπερεκμεταλεύονται από τους παραδοσιακούς μικροαστούς της πόλης και της επαρχίας. Δηλαδή από το ίδιο κοινωνικό στρώμα που αποτελούσε την πλειοψηφία των αγανακτισμένων. Πράγματι, θα ήταν αισχρό για τους μετανάστες να διαμαρτύρομαι μαζί με τους καταπιεστές τους. Οι άνθρωποι από Βαλκανικές χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ, από την Ασία και την Αφρική, «έσωσαν» την παραδοσιακή μικροαστική τάξη όταν αυτή πιέστηκε από την αναδιάρθρωση της ΕΕ στη δεκαετία του 1990. Η υπερεκμετάλλευσή τους προωθείται από την αστική τάξη, οι οποίοι, ως «παραδείγματα ευρωπαϊκού πολιτισμού» δεν απασχολούν παράνομους αλλοδαπούς στις επιχειρήσεις τους, αν και πολύ ευχαρίστως εισπράττουν τα πολιτικά οφέλη από μια τέτοια ρύθμιση. Αυτό το σημαντικό κοινωνικό γεγονός συνέβαλε στην «συναίνεση» της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης προς την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών ομίλων και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας. Περιττό να προσθέσουμε ότι δεν υπήρχαν αντιμονοπωλιακά μέτωπα μεταξύ αυτών των νέων «επαναστατών» πριν πλήξει σκληρά η κρίση την Ελλάδα το 2011.
Ενώ οι παραδοσιακοί μικροαστοί υπερεκμεταλεύονται τους ξένους εργάτες, και ενώ καλλιεργούν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν να απαλλαγεί η χώρα από τους οικονομικούς μετανάστες. Εάν γινόταν αυτό, ποιος θα έμενε να εκμεταλευτούν αυτοί οι Έλληνες «πατριώτες»; Αντίθετα, η kleinburgerei – που φωνάζει πιο δυνατά από όλους για τη «νέα Γερμανική κατοχή» – εκμεταλλεύεται ένα «αόρατο στρατό» σύγχρονων σκλάβων τους οποίους θέλουν να κρατήσουν «παράνομους» και φοβισμένους υπό την δαμόκλειο σπάθη της απέλασης απο τη χώρα.
Οι μετανάστες εργάτες στην Ελλάδα – όπως τα παλικάρια από το Πακιστάν που δουλεύουν στην ιστορική πεδιάδα του Μαραθώνα, ή αυτά από τη Δυτική Αφρική που κάνουν τις επικίνδυνες, βρώμικες δουλειές στα ναυπηγεία της Ελευσίνας – ζουν και να εργάζονται σε συνθήκες που
κάνουν τη περιγραφή του Ένγκελς σχετικά με τη ζωή της αγγλικής εργατικής τάξης το 1845 να φαίνονται πολιτισμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ μια χούφτα Ινδών ζουν στην Ελλάδα, δεκάδες χιλιάδες Πακιστανοί ζουν στην χώρα. Οι μουσουλμάνοι είναι πιο «κατάλληλοι» για
εκμετάλλευση από Ορθοδόξους Χριστιανούς – ακριβώς όπως οι Αλβανοί είναι επίσης «κατάλληλοι» (παρά το γεγονός ότι το δέρμα τους είναι πιο ανοιχτό από το δέρμα των μελαψών Ελλήνων). Οι καταπιεσμένοι λαοί, όμως, έχουν μακρές μνήμες. Ανάμεσα στους Πακιστανούς και Αλβανούς αναπτύσσεται μια ιδιότυπη «υπεροχή στην υποταγή» στις σχέσεις τους με τους Έλληνες δεσπότες τους. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν οι ντόπιοι από αυτή την περιοχή που είναι το σημερινό Πακιστάν που έκαναν τις στρατιές του Μεγάλου Αλεξάνδρου να γυρίσουν πίσω από τον Ίνδο ποταμό το 326 π.Χ.; Και δεν ήταν οι Αρβανίτες, οι Αλβανοί, οι οποίοι λειτούργησαν ως ηγεμόνες των Ελλήνων από τον 13ο έως τον 16ο μ.Χ. αιώνα;
Εν ολίγοις, οι άνθρωποι που «ξεχείλισαν» με οργή στην Πλατεία Συντάγματος το περασμένο καλοκαίρι και φθινόπωρο δεν ήταν οι καταπιεσμένοι της Ελλάδας. Η φωτιά που άναψαν δεν έκαιγε πολύ. Όπως ένα κερί στον άνεμο, οι διαμαρτυρίες γρήγορα έσβησαν, όταν η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Λουκά Παπαδήμο αποφασίστηκε τον Οκτώβριο. Ήταν σχεδόν σαν να είχαν όλοι συμφωνήσει στο σενάριο: η τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), το «μαύρο μέτωπο» (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) και οι αγανακτισμένοι.
Η ελληνική εξέγερση δεν μπορούσε παρά να αποτύχει. Αντιπροσώπευε τα στοιχεία του κυβερνώντος λαϊκού συνασπισμού που ήταν δυσαρεστημένα με την καθοδική πορεία της χώρας. Οι πραγματικοί παραγωγοί της χώρας δεν ήταν παρόντες. Ο «κοινωνικός συνασπισμός των εκμεταλλευομένων» ήταν απών! Εάν δε υπολογίσουμε τους δημόσιους υπάλληλους, ο αριθμός τους (εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, άνεργοι, ξένοι εργάτες) ανέρχεται σε περίπου 2.740.000 ανθρώπους. Είναι δηλαδή κατά 1.240.000 περισσότεροι από όλα τα μέλη της μικροαστικής «τάξης». Αυτή η παραγωγική καρδιά της ελληνικής οικονομίας χτυπά με απόλυτη ανασφάλεια. Δεν υπάρχουν πολιτικά κόμματα που να εκπροσωπούν αυτούς τους ανθρώπους. Τα συνταγματικά τους δικαιώματα έχουν σφετεριστεί από τους εργοδότες τους. Όταν ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες τον Μαΐου του 2011, έριξαν μια καλή ματιά στους αγανακτισμένους, έξυσαν το κεφάλι τους και κατάλαβαν ότι δεν ήταν ο αγώνα τους. Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτός ο τομέας της κοινωνίας που παρέχει τα κέρδη στο κεφάλαιο και πληρώνει τη μερίδα του λέοντος των κονδυλίων που απαιτούνται για την λειτουργία της κρατικής μηχανής.
Δεν είχαν καλά-καλά αποχωρίσει και πάει στο σπίτι τους οι «ριζοσπάστες» που η κοινωνική δύναμη που μπορεί να κάνει τη διαφορά βγήκε μπροστά. Τα παπαγαλάκια των επίσημων μέσων μαζικής ενημέρωσης – τόσο τα Ελληνικά όσο και τα διεθνή – είναι ως επί το πλείστον σιωπηλά
σε αυτό το κομμάτι. Βλέπουν τον κίνδυνο και συρρικνώνονται από αυτό.
Βλέπουν ότι η πραγματική τραγωδία έχει αρχίσει. Αλλά η αφωνία τους δεν θα την κάνει να εξαφανιστεί. Από της 31 Οκτωβρίου, οι εργαζόμενοι στην Ελληνική Χαλυβουργία είναι σε απεργία. Επικαλούμενος την κρίση, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Νικόλαος Μάνεσης, κάλεσε τους εργαζόμενους να αποδεχθούν ένα 5ωρο εργάσιμης ημέρας και κατά 40 τοις εκατό μείωση των μισθών τους. Όταν αρνήθηκαν να εργαστούν στη φωτιά για 500 ευρώ το μήνα, ο ίδιος απέλυσε 34 εργαζομένους και όλοι οι 400 άνδρες αποχώρησαν.
Η απεργία στη Χαλυβουργία Ελλάδος έχει γίνει το επίκεντρο της αντίστασης κατά των αντεργατικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΔΝΤ και της κυβέρνησης του "μαύρου μετώπου". Στις 13 Δεκεμβρίου όλοι οι εργαζόμενοι στο Θριάσιο Πεδίο, η μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή στην Ελλάδα, κατέβηκε σε μια 24ωρη απεργία αλληλεγγύης. Έχουν προγραμματιστεί περισσότερες απεργίες αυτού του είδους. Οι εργάτες της χαλυβουργίας αισθάνονται τη σύνδεση μεταξύ του αγώνα τους και τους αγώνες όλων των Ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων στη χώρα.
Αντιπροσωπείες εργαζόμενων από διάφορες χώρες έχουν έκφραση την αλληλεγγύη τους. Ο αγώνας τους έχει γίνει διεθνής.
Η απεργία στο χαλυβουργείο είναι ένας ισχυρός μαγνήτης – σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος – για όλους τους ανθρώπους που είναι μέρος της λύσης.
Έχει προκαλέσει, από μόνη της και στις μάζες που απογοητεύθηκαν από την πλατεία Συντάγματος, μια στιγμή ενθουσιασμού με τον οποίο ενώνονται οι εργάτες της Χαλυβουργίας Ελλάδος με την κοινωνία στο σύνολό της, ταυτίζεται με αυτό, και γίνεται αισθητή και αναγνωρίζεται ως γενικός αντιπρόσωπος αυτής της κοινωνίας. Οι χαλυβουργοί έχουν γίνει το κοινωνικό κεφάλι και καρδιά της Ελλάδας. Μόνο αυτοί – και άνθρωποι σαν κι αυτούς, Έλληνες και ξένοι – μπορούν να σώσουν τη μεγάλη μάζα των πολιτών από την οικονομική καταστροφή και τον όλεθρο που προετοιμάζει η κυβέρνηση, μέσω της τεράστιας οικονομικής απάτης που προώθησε, από τα στηρίγματα που έδωσε στην τεχνητή επιτάχυνση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, και την ταυτόχρονη απαλλοτρίωση πολλών μικρών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, είναι το αίτημα που είχε εκφρασθεί από τους απεργούς χαλυβουργούς: να παραδοθούν όλα τα κλειστά εργαστήρια και εργοστάσια σε ενώσεις εργατών και να ξαναδουλέψουν για το καλό της κοινωνίας, ανεξάρτητα αν οι ιδιοκτήτες συμφωνούν η όχι.
Τα μάτια όλων των πραγματικών ριζοσπαστών στην Ελλάδα και στον κόσμο είναι στραμμένα στην απεργία στην Ελληνική Χαλυβουργία. Θα αρχίσουν οι εργάτες μια σταυροφορία για να κλείσουν το «εργοστάσιο των απεργοσπαστών» στο Βόλο; Το υπόλοιπο του «κοινωνικού συνασπισμού των εκμεταλλευομένων» θα ενωθεί μαζί τους; Θα εξαπλωθεί η απεργία; Πόσοι από τη «άρχουσα κοινωνική συμμαχία», οι οποίοι συμμετείχαν στο κίνημα των αγανακτισμένων, θα ενταχθούν συνειδητά μαζί τους;
Για ένα τμήμα της κοινωνίας να εκπροσωπεί το σύνολο, ένα άλλο πρέπει να επικεντρώνει στον εαυτό του όλα τα κακά της κοινωνίας.
Πρέπει να ενσωματώνει ένα γενικό εμπόδιο, μια γενική αδικία. Στην Ελλάδα το τμήμα αυτό είναι η τάξη του Μάνεση — οι μεγάλοι επιχειρηματίες, το 6 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού. Όπως και οι χαλυβουργοί εργάτες που αντιστέκονται, η τάξη αυτή έχει και ένα καθολικό, διεθνή χαρακτήρα και το κακό που κάνει δεν είναι ένα συγκεκριμένο κακό αλλά κακό γενικά, γενικευμένο κακό, κακό σε γενικές γραμμές.
Τα κοινωνικά παγόβουνα που απαρτίζουν την ελληνική κοινωνία λιώνουν γοργά, αποσπάζονται και έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι 6 τοις εκατό στην Ελλάδα μπορεί να ηττηθούν από το 65 τοις εκατό (μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ξένοι εργάτες και οι άνεργοι – σε σύνολο περίπου 3,340,000 ενεργού πληθυσμού) ακόμη και αν οι καπιταλιστές έχουν την υποστήριξη του 29 τοις εκατό, της μικροαστικής τάξη. Η ιστορία διδάσκει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει το κεφάλαιο – εάν οι εργάτες είναι έτοιμοι να θυσιάσουν γι' αυτό. Και στην Ελλάδα μας – αυτή η ευλογημένη χώρα στο σταυροδρόμι του κόσμου, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής – όλο και περισσότεροι εργάτες δεν είναι πλέον πρόθυμοι να θυσιάσουν για τους πλούσιους.
Η ιλαροτραγωδία στην Ελλάδα έχει τελειώσει. Οι αγανακτισμένοι δεν μπόρεσαν να ενωθούν σε μια βιώσιμη δύναμη κατά της κυβέρνησης και των μέτρων λιτότητας που επέβαλε το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όταν κάλυπταν τις διαδηλώσεις, τα επίσημα ελληνικά και ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης επικεντρωνόνταν στους «διεφθαρμένους» και «τεμπέληδες» εργαζόμενους του δημόσιου τομέα που «κάνουν την μισή δουλειά» και κερδίζουν «διπλάσια» από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Υποστήριξαν ότι το «φουσκωμένο κόστος εργασίας» ήταν η αιτία των δεινών στην Ελλάδα, και ότι τα αντεργατικά μέτρα της εποχής του Ρέιγκαν και της Θάτσερ είναι ο τρόπος για την αντιμετώπισή τους.
Παραπλάνησαν πολλούς να πιστέψουν ότι οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα αποτελούσαν το σκληρό πυρήνα και πλειοψηφία των διαδηλωτών.
Τίποτα όμως δεν απείχε περισσότερο από την αλήθεια – αυτοί οι άνθρωποι ήταν σε μεγάλο βαθμό απόντες από τις πλατείες.
Όπως και όλες οι κοινωνίες, η Ελλάδα έχει προνομιούχους και μη-προνομιούχους, άρχοντες και καταπιεσμένους. Όπως παντού, οι κυβερνήτες στην Ελλάδα είναι μια μικρή μειοψηφία και χρειάζονται συμμάχους. Τους βρίσκουν ανάμεσα σε εκείνους των οποίων η κοινωνική θέση είναι ενδιάμεση μεταξύ των εκμεταλλευτών και τον εκμεταλλευόμενων. Οι κυβερνήτες επίσης προσπαθούν ψυχολογικά να σφετεριστούν τους τελευταίους και να δημιουργήσουν την εντύπωση σε αυτούς ότι δεν είναι πραγματικά μη-προνομιούχοι (έτσι, για παράδειγμα, ο αυτοπροσδιορισμός των περισσότερων Αμερικάνων μισθωτών όχι ως εργάτες, αλλά ως μέλη της «μεσαίας τάξης»). Έτσι και στην χώρα μας: η «άρχουσα κοινωνική συμμαχία» είναι μια σύνθετη οντότητα που για δεκαετίες έχει μπερδέψει πολλούς πολιτικούς αναλυτές, ακόμη και εκείνους οπλισμένους με μαρξιστικά εργαλεία ανάλυσης. Αυτό το διαταξικό φαινόμενο αποτελείται από περίπου 48 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού.
Εκτός από τους μεγάλους καπιταλιστές (335.000 ή το 6 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού) και των «μικρών καπιταλιστών» της πόλης και της χώρας που κατέχουν μικρή παραγωγική ιδιοκτησία και συχνά απασχολούν εργασία (1,5 εκατ. ευρώ ή 29 τοις εκατό), η «άρχουσα κοινωνική συμμαχία» περιλαμβάνει επίσης τους σχετικά προνομιούχους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα (600.000 ή 11 τοις εκατό).
Είναι πλέων πασίγνωστο ότι η Πλατεία Συντάγματος, το κέντρο της διαμαρτυρίας στην Αθήνα και στην χώρα γενικότερα, ήταν στηνπραγματικότητα δύο «πλατείες» – η «προοδευτική» «κάτω πλατεία» και η πιο συντηρητική, ακόμη και «αντιδραστική», «πάνω πλατεία». Διαδηλωτές στην πρώτη έτειναν να συμμετάσχουν σε συζητήσεις που μερικές φορές εκφυλίζονταν σε ό, τι μπορεί με ευσπλαχνία να περιγραφεί ως «γκρούπ θέραπι». Αντίθετα, οι άνθρωποι που συγκεντρώνονταν στην Λεωφόρο Αμαλίας έξω από τη Βουλή ήταν πιο «άμεσοι»: φώναζαν «ποδοσφαιρικά» συνθήματα, μουτζώνανε και βρίζανε τους βουλευτές στο εσωτερικό του κτιρίου.
Ένα κοινωνιολογικό δείγμα που λήφθηκε απο μια ομάδα στην «κάτω πλατεία» κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών τον Οκτώβριο αποκάλυψε τη ενεργή συμμετοχή αυτών των μελών: ένας ιδιοκτήτης μαγαζιού ρούχων, δύο άνεργοι επαγγελματίες που ζουν από την ενοικίαση διαμερισμάτων στην Αθήνα, ένας ιδιοκτήτης καταστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών, ένας φοιτητής πανεπιστημίου, ένας εργαζόμενος στον δημόσιο τομέα, τρεις ελεύθεροι επαγγελματίες (τεχνικός τηλεόρασης, επαγγελματίας μουσικός, ανεξάρτητος φωτογράφος) ένας βιβλιοθηκάριος και ένας διευθυντής περιβαλλοντικού ερευνητικού κέντρου. Έτσι, από τα έντεκα ενεργά μέλη της ομάδας, μόνο ο εργαζόμενος στο δημόσιο τομέα και ο περιβαλλοντολόγος ήταν μισθωτοί.
Η «πάνω πλατεία» Συντάγματος, όπου οι γαλανόλευκες σημαίες πάντα περίσσευαν, ήταν το πεδίο των πιο παραδοσιακών μικροαστών. Όταν επισκέπτονταν την Αθήνα από τη επαρχεία εδώ ερχόντουσαν οι αγροτικοί «μικροί καπιταλιστές» για να σμίξουν με τους αγανακτισμένους μικρέμπορες, βιοτέχνες, ιδιοκτήτες μαγαζιών και ταξί. Έντονα πατριωτικοί, μερικές φορές ακόμη και άκρως εθνικιστικοί, αυτοί οι διαδηλωτές ήταν στα μαχαίρια με τη «κάτω πλατεία».
Παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, οι δύο «πλατείες» ήταν σε αντίθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ. Όλοι πίστευαν ότι πολεμούσαν ενάντια σε μία νέα «γερμανική κατοχή» και τους «δοσίλογους» εντός και εκτός της κυβέρνησης.
Πού ήταν οι εργάτες; Έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία Συντάγματος μόνο μερικές φορές σε πορείες της ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ. Η προσέλευση για τις πρώτες δύο οργανώσεις ήταν απογοητευτική. Ωστόσο, ακόμη και οι κομμουνιστές δεν ήταν πουθενά όταν οδομαχείες
ξέσπασαν στην πλατεία με τα ΜΑΤ. Η χλιαρή παρουσία του οργανωμένου εργατικού κινήματος στο φαινόμενο των αγανακτισμένων εξηγείται από το γεγονός ότι οι οργανώσεις του ελέγχονται από τους εργοδότες ή καθοδηγούνται πολιτικά και ιδεολογικά από τα μέλη της «κυρίαρχης
κοινωνικής συμμαχίας».
Ανάμεσα στους διαδηλωτές στο Σύνταγμα υπήρχαν βεβαίως εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, υποαπασχολούμενοι και άνεργοι. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των αγανακτισμένων ανήκε στην κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία. Και αν οι οργανωμένοι εργαζόμενοι ήταν μόνο σποραδικά ενεργοί στις διαμαρτυρίες, σε πολύ μικρότερο βαθμό ήταν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα – η παραγωγική καρδιά δηλαδή της Ελλάδας – που αριθμούν 1.4 εκατομμύρια. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι υπό την αυταρχική εξουσία των εργοδοτών και δεν τολμούν να φτιάξουν συνδικάτα. Ξέρουν ότι αν οργανωθούν στον τόπο δουλείας τους (όπως πάντα λέει να κάνουν το ΚΚΕ), απολύονται αμέσως.
Μια άλλη κοινωνική ομάδα που ήταν εντελώς απούσα ήταν οι ξένοι εργάτες. Περισσότεροι από 900,000, εργάζονται σε μικρές επιχειρήσεις
όπου υπερεκμεταλεύονται από τους παραδοσιακούς μικροαστούς της πόλης και της επαρχίας. Δηλαδή από το ίδιο κοινωνικό στρώμα που αποτελούσε την πλειοψηφία των αγανακτισμένων. Πράγματι, θα ήταν αισχρό για τους μετανάστες να διαμαρτύρομαι μαζί με τους καταπιεστές τους. Οι άνθρωποι από Βαλκανικές χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ, από την Ασία και την Αφρική, «έσωσαν» την παραδοσιακή μικροαστική τάξη όταν αυτή πιέστηκε από την αναδιάρθρωση της ΕΕ στη δεκαετία του 1990. Η υπερεκμετάλλευσή τους προωθείται από την αστική τάξη, οι οποίοι, ως «παραδείγματα ευρωπαϊκού πολιτισμού» δεν απασχολούν παράνομους αλλοδαπούς στις επιχειρήσεις τους, αν και πολύ ευχαρίστως εισπράττουν τα πολιτικά οφέλη από μια τέτοια ρύθμιση. Αυτό το σημαντικό κοινωνικό γεγονός συνέβαλε στην «συναίνεση» της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης προς την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών ομίλων και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής φιλοσοφίας. Περιττό να προσθέσουμε ότι δεν υπήρχαν αντιμονοπωλιακά μέτωπα μεταξύ αυτών των νέων «επαναστατών» πριν πλήξει σκληρά η κρίση την Ελλάδα το 2011.
Ενώ οι παραδοσιακοί μικροαστοί υπερεκμεταλεύονται τους ξένους εργάτες, και ενώ καλλιεργούν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν να απαλλαγεί η χώρα από τους οικονομικούς μετανάστες. Εάν γινόταν αυτό, ποιος θα έμενε να εκμεταλευτούν αυτοί οι Έλληνες «πατριώτες»; Αντίθετα, η kleinburgerei – που φωνάζει πιο δυνατά από όλους για τη «νέα Γερμανική κατοχή» – εκμεταλλεύεται ένα «αόρατο στρατό» σύγχρονων σκλάβων τους οποίους θέλουν να κρατήσουν «παράνομους» και φοβισμένους υπό την δαμόκλειο σπάθη της απέλασης απο τη χώρα.
Οι μετανάστες εργάτες στην Ελλάδα – όπως τα παλικάρια από το Πακιστάν που δουλεύουν στην ιστορική πεδιάδα του Μαραθώνα, ή αυτά από τη Δυτική Αφρική που κάνουν τις επικίνδυνες, βρώμικες δουλειές στα ναυπηγεία της Ελευσίνας – ζουν και να εργάζονται σε συνθήκες που
κάνουν τη περιγραφή του Ένγκελς σχετικά με τη ζωή της αγγλικής εργατικής τάξης το 1845 να φαίνονται πολιτισμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ μια χούφτα Ινδών ζουν στην Ελλάδα, δεκάδες χιλιάδες Πακιστανοί ζουν στην χώρα. Οι μουσουλμάνοι είναι πιο «κατάλληλοι» για
εκμετάλλευση από Ορθοδόξους Χριστιανούς – ακριβώς όπως οι Αλβανοί είναι επίσης «κατάλληλοι» (παρά το γεγονός ότι το δέρμα τους είναι πιο ανοιχτό από το δέρμα των μελαψών Ελλήνων). Οι καταπιεσμένοι λαοί, όμως, έχουν μακρές μνήμες. Ανάμεσα στους Πακιστανούς και Αλβανούς αναπτύσσεται μια ιδιότυπη «υπεροχή στην υποταγή» στις σχέσεις τους με τους Έλληνες δεσπότες τους. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν οι ντόπιοι από αυτή την περιοχή που είναι το σημερινό Πακιστάν που έκαναν τις στρατιές του Μεγάλου Αλεξάνδρου να γυρίσουν πίσω από τον Ίνδο ποταμό το 326 π.Χ.; Και δεν ήταν οι Αρβανίτες, οι Αλβανοί, οι οποίοι λειτούργησαν ως ηγεμόνες των Ελλήνων από τον 13ο έως τον 16ο μ.Χ. αιώνα;
Εν ολίγοις, οι άνθρωποι που «ξεχείλισαν» με οργή στην Πλατεία Συντάγματος το περασμένο καλοκαίρι και φθινόπωρο δεν ήταν οι καταπιεσμένοι της Ελλάδας. Η φωτιά που άναψαν δεν έκαιγε πολύ. Όπως ένα κερί στον άνεμο, οι διαμαρτυρίες γρήγορα έσβησαν, όταν η κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Λουκά Παπαδήμο αποφασίστηκε τον Οκτώβριο. Ήταν σχεδόν σαν να είχαν όλοι συμφωνήσει στο σενάριο: η τρόικα (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), το «μαύρο μέτωπο» (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) και οι αγανακτισμένοι.
Η ελληνική εξέγερση δεν μπορούσε παρά να αποτύχει. Αντιπροσώπευε τα στοιχεία του κυβερνώντος λαϊκού συνασπισμού που ήταν δυσαρεστημένα με την καθοδική πορεία της χώρας. Οι πραγματικοί παραγωγοί της χώρας δεν ήταν παρόντες. Ο «κοινωνικός συνασπισμός των εκμεταλλευομένων» ήταν απών! Εάν δε υπολογίσουμε τους δημόσιους υπάλληλους, ο αριθμός τους (εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, άνεργοι, ξένοι εργάτες) ανέρχεται σε περίπου 2.740.000 ανθρώπους. Είναι δηλαδή κατά 1.240.000 περισσότεροι από όλα τα μέλη της μικροαστικής «τάξης». Αυτή η παραγωγική καρδιά της ελληνικής οικονομίας χτυπά με απόλυτη ανασφάλεια. Δεν υπάρχουν πολιτικά κόμματα που να εκπροσωπούν αυτούς τους ανθρώπους. Τα συνταγματικά τους δικαιώματα έχουν σφετεριστεί από τους εργοδότες τους. Όταν ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες τον Μαΐου του 2011, έριξαν μια καλή ματιά στους αγανακτισμένους, έξυσαν το κεφάλι τους και κατάλαβαν ότι δεν ήταν ο αγώνα τους. Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτός ο τομέας της κοινωνίας που παρέχει τα κέρδη στο κεφάλαιο και πληρώνει τη μερίδα του λέοντος των κονδυλίων που απαιτούνται για την λειτουργία της κρατικής μηχανής.
Δεν είχαν καλά-καλά αποχωρίσει και πάει στο σπίτι τους οι «ριζοσπάστες» που η κοινωνική δύναμη που μπορεί να κάνει τη διαφορά βγήκε μπροστά. Τα παπαγαλάκια των επίσημων μέσων μαζικής ενημέρωσης – τόσο τα Ελληνικά όσο και τα διεθνή – είναι ως επί το πλείστον σιωπηλά
σε αυτό το κομμάτι. Βλέπουν τον κίνδυνο και συρρικνώνονται από αυτό.
Βλέπουν ότι η πραγματική τραγωδία έχει αρχίσει. Αλλά η αφωνία τους δεν θα την κάνει να εξαφανιστεί. Από της 31 Οκτωβρίου, οι εργαζόμενοι στην Ελληνική Χαλυβουργία είναι σε απεργία. Επικαλούμενος την κρίση, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Νικόλαος Μάνεσης, κάλεσε τους εργαζόμενους να αποδεχθούν ένα 5ωρο εργάσιμης ημέρας και κατά 40 τοις εκατό μείωση των μισθών τους. Όταν αρνήθηκαν να εργαστούν στη φωτιά για 500 ευρώ το μήνα, ο ίδιος απέλυσε 34 εργαζομένους και όλοι οι 400 άνδρες αποχώρησαν.
Η απεργία στη Χαλυβουργία Ελλάδος έχει γίνει το επίκεντρο της αντίστασης κατά των αντεργατικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΔΝΤ και της κυβέρνησης του "μαύρου μετώπου". Στις 13 Δεκεμβρίου όλοι οι εργαζόμενοι στο Θριάσιο Πεδίο, η μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή στην Ελλάδα, κατέβηκε σε μια 24ωρη απεργία αλληλεγγύης. Έχουν προγραμματιστεί περισσότερες απεργίες αυτού του είδους. Οι εργάτες της χαλυβουργίας αισθάνονται τη σύνδεση μεταξύ του αγώνα τους και τους αγώνες όλων των Ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων στη χώρα.
Αντιπροσωπείες εργαζόμενων από διάφορες χώρες έχουν έκφραση την αλληλεγγύη τους. Ο αγώνας τους έχει γίνει διεθνής.
Η απεργία στο χαλυβουργείο είναι ένας ισχυρός μαγνήτης – σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος – για όλους τους ανθρώπους που είναι μέρος της λύσης.
Έχει προκαλέσει, από μόνη της και στις μάζες που απογοητεύθηκαν από την πλατεία Συντάγματος, μια στιγμή ενθουσιασμού με τον οποίο ενώνονται οι εργάτες της Χαλυβουργίας Ελλάδος με την κοινωνία στο σύνολό της, ταυτίζεται με αυτό, και γίνεται αισθητή και αναγνωρίζεται ως γενικός αντιπρόσωπος αυτής της κοινωνίας. Οι χαλυβουργοί έχουν γίνει το κοινωνικό κεφάλι και καρδιά της Ελλάδας. Μόνο αυτοί – και άνθρωποι σαν κι αυτούς, Έλληνες και ξένοι – μπορούν να σώσουν τη μεγάλη μάζα των πολιτών από την οικονομική καταστροφή και τον όλεθρο που προετοιμάζει η κυβέρνηση, μέσω της τεράστιας οικονομικής απάτης που προώθησε, από τα στηρίγματα που έδωσε στην τεχνητή επιτάχυνση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, και την ταυτόχρονη απαλλοτρίωση πολλών μικρών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, είναι το αίτημα που είχε εκφρασθεί από τους απεργούς χαλυβουργούς: να παραδοθούν όλα τα κλειστά εργαστήρια και εργοστάσια σε ενώσεις εργατών και να ξαναδουλέψουν για το καλό της κοινωνίας, ανεξάρτητα αν οι ιδιοκτήτες συμφωνούν η όχι.
Όπως γνωρίζουν πολλοί, το κύριο πρόβλημα για τους απεργούς εργάτες είναι ότι η Χαλυβουργία Ελλάδος έχει άλλο ένα χαλυβουργείο, στο Βόλο και οι εργαζόμενοι εκεί έχουν ενδώσει στον εκφοβισμό του Μάνεση και των πρακτόρων του. Μια ένδειξη, ωστόσο, ότι οι άνδρες στο χαλυβουργείο στον Ασπρόπυργο είναι έτοιμοι να περάσουν από αμυντική σε επιθετική στάση προς την άγρια οικονομική πολιτική του κεφαλαίου και της κυβέρνησης, είναι η δήλωση που έγινε πρόσφατα από τον Γιώργο Σιφώνη, τον επικεφαλή του Συνδικάτου Χαλυβουργών ότι θα εντείνουν τον αγώνα και θα «πάμε να κλείσουμε το εργοστάσιο του Μάνεση στο Βόλο». Αν συμβεί αυτό, υπάρχει η πολύ πραγματική πιθανότητα σοβαρών προβλημάτων για τους εργοδότες να ξεσπάσει όχι μόνο στο Βόλο αλλά σε ολόκληρη την χώρα.
Τα μάτια όλων των πραγματικών ριζοσπαστών στην Ελλάδα και στον κόσμο είναι στραμμένα στην απεργία στην Ελληνική Χαλυβουργία. Θα αρχίσουν οι εργάτες μια σταυροφορία για να κλείσουν το «εργοστάσιο των απεργοσπαστών» στο Βόλο; Το υπόλοιπο του «κοινωνικού συνασπισμού των εκμεταλλευομένων» θα ενωθεί μαζί τους; Θα εξαπλωθεί η απεργία; Πόσοι από τη «άρχουσα κοινωνική συμμαχία», οι οποίοι συμμετείχαν στο κίνημα των αγανακτισμένων, θα ενταχθούν συνειδητά μαζί τους;
Για ένα τμήμα της κοινωνίας να εκπροσωπεί το σύνολο, ένα άλλο πρέπει να επικεντρώνει στον εαυτό του όλα τα κακά της κοινωνίας.
Πρέπει να ενσωματώνει ένα γενικό εμπόδιο, μια γενική αδικία. Στην Ελλάδα το τμήμα αυτό είναι η τάξη του Μάνεση — οι μεγάλοι επιχειρηματίες, το 6 τοις εκατό του ενεργού πληθυσμού. Όπως και οι χαλυβουργοί εργάτες που αντιστέκονται, η τάξη αυτή έχει και ένα καθολικό, διεθνή χαρακτήρα και το κακό που κάνει δεν είναι ένα συγκεκριμένο κακό αλλά κακό γενικά, γενικευμένο κακό, κακό σε γενικές γραμμές.
Τα κοινωνικά παγόβουνα που απαρτίζουν την ελληνική κοινωνία λιώνουν γοργά, αποσπάζονται και έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Οι 6 τοις εκατό στην Ελλάδα μπορεί να ηττηθούν από το 65 τοις εκατό (μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ξένοι εργάτες και οι άνεργοι – σε σύνολο περίπου 3,340,000 ενεργού πληθυσμού) ακόμη και αν οι καπιταλιστές έχουν την υποστήριξη του 29 τοις εκατό, της μικροαστικής τάξη. Η ιστορία διδάσκει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει το κεφάλαιο – εάν οι εργάτες είναι έτοιμοι να θυσιάσουν γι' αυτό. Και στην Ελλάδα μας – αυτή η ευλογημένη χώρα στο σταυροδρόμι του κόσμου, μεταξύ Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής – όλο και περισσότεροι εργάτες δεν είναι πλέον πρόθυμοι να θυσιάσουν για τους πλούσιους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.