Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε στις εφημερίδες μια έντονη προσπάθεια για την «ποινικοποίηση» της χρήσης των στερεών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή.
Το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με νηφαλιότητα, μακριά από κραυγές που τρομοκρατούν και συσκοτίζουν, προπαντός δε απαιτείται συνολική – και όχι αποσπασματική – θεώρηση των θεμάτων που άπτονται στο περιβάλλον και στις επιπτώσεις του σύγχρονου μοντέλου ανάπτυξης σ’ αυτό.
Με δεδομένο για μας ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, τα βασικά κριτήρια που θα πρέπει να ισχύουν για την επιλογή της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας (αλλά και κάθε χώρας πιστεύουμε) είναι:
· Η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενεργειακή ανεξαρτησία.
· Η οικονομική και κοινωνική ευημερία μέσα από:
- Τη διασφάλιση χαμηλών τιμών στον καταναλωτή και
- Τη δημιουργία όσο το δυνατόν περισσότερων θέσεων εργασίας.
· Η προστασία του περιβάλλοντος.
Το ζήτημα της ενεργειακής ανεξαρτησίας συνίσταται σε δύο στοιχεία:
α) Στην όσο το δυνατόν πληρέστερη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων και κυρίως του εγχώριου λιγνίτη. Υπάρχουν ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα σε Δράμα και Ελασσόνα, καθώς επίσης αρκετά αποθέματα υπάρχουν ακόμα στη Δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Φλώρινα κ.λπ.).
β) Στη διαφοροποίηση των εισαγόμενων καυσίμων, καθώς και των πηγών τροφοδοσίας τους, προκειμένου να μειώνεται ο κίνδυνος προβλημάτων ανεφοδιασμού, λόγω της διασποράς των προμηθευτών. Αυτό σημαίνει χρήση όχι μόνο του φυσικού αερίου, αλλά και του λιθάνθρακα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι το φυσικό αέριο είναι προτιμότερο να καταναλώνεται απευθείας σε βιομηχανική και οικιακή χρήση, όπου ο βαθμός απόδοσης είναι πάνω από 90%, παρά να σπαταλιέται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με βαθμό απόδοσης το πολύ 55% (ο οποίος στη συνέχεια μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω της μετατροπής της ηλεκτρικής ενέργειας στους τόπους κατανάλωσης σε άλλη μορφή ενέργειας, σε πλείστες δε περιπτώσεις επαναμετατροπής της σε θερμότητα). Όλα τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, λιθάνθρακας) δεν είναι ανεξάντλητοι πόροι και δεν έχουμε το δικαίωμα να τα σπαταλούμε, ειδικά όταν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Σε αντίθεση με το φυσικό αέριο, ο λιγνίτης και ο λιθάνθρακας μπορούν να αξιοποιηθούν αποκλειστικά στην ηλεκτροπαραγωγή. Βεβαίως λόγω της φύσης τους (στερεά, με χαμηλή σχετικά θερμογόνο δύναμη), συνεπάγονται μεγαλύτερες εκπομπές αερίων ρύπων (CO2, SO2, NOx), αλλά και σωματιδίων, οπότε χρειάζεται να γίνουν σοβαρές επενδύσεις για τη δραστική τους μείωση. Οι τελευταίες εξελίξεις στην τεχνολογία προσφέρουν λύσεις προς αυτή την κατεύθυνση π.χ. σύγχρονα συστήματα αποθείωσης και απονίτρωσης για τον περιορισμό των εκλυόμενων οξειδίων θείου και αζώτου, ηλεκτροστατικά φίλτρα για τη δέσμευση των στερεών σωματιδίων, εφαρμογή αντιρρυπαντικών συστημάτων καύσης (π.χ. τεχνολογία ρευστοποιημένης κλίνης κ.λπ.), καθώς επίσης η πρόσφατα εφαρμοζόμενη αποθήκευση του CO2.
Όπως προαναφέρθηκε, η χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές προς την ηλεκτρική ενέργεια χρήσεις προσφέρει υψηλό βαθμό απόδοσης, αλλά εκτός από αυτό περιορίζει τη ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια, άρα και την καύση στερεών καυσίμων. Αυτό αποδεικνύει ότι το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος απαιτεί ολιστική θεώρηση και σχεδιασμό που να περιορίζει την ενεργειακή σπατάλη, γεγονός που κινείται αντίθετα με τη λογική αντιμετώπισης της ηλεκτρικής ενέργειας – ίσως και γενικότερα της ενέργειας - ως εμπόρευμα, με όρους αγοράς και κερδοσκοπίας. Άλλωστε να μην ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε επιχείρηση που σκοπό έχει το κέρδος, επιδιώκει την αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων που παράγει και όχι τον εκτοπισμό τους από άλλα, για λόγους ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος. Επίσης θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, η πραγματικά οικολογική πρακτική καμία σχέση δεν έχει με τη λογική «Ο ρυπαίνων πληρώνει» και με την πολιτική της αγοραπωλησίας των ρύπων, πολιτική που έστησε ολάκερη κερδοσκοπική μηχανή, που ούτε το περιβάλλον προστατεύει, αλλά και την τιμή της kWh αυξάνει, μετακυλώντας το κόστος από τον ρυπαίνοντα στον ρυπαινόμενο. Άλλωστε τα επιβαλλόμενα πρόστιμα, σε κάθε περίπτωση επιβαρύνουν την τιμή του τελικού προϊόντος και τον καταναλωτή, ή φουσκώνουν τη φορολογία, ενώ θα έπρεπε να πηγαίνουν στην ανάπτυξη καθαρότερων τεχνολογιών και στην περιβαλλοντική προστασία και αποκατάσταση.
Πολλοί από τους «οικοτρομοκράτες» των εφημερίδων επιλέγουν να αγνοούν ότι πίσω από την ποινικοποίηση της χρήσης των στερεών καυσίμων βρίσκονται τέτοιες «οικολογικές» λύσεις όπως η πυρηνική ενέργεια, η οποία κατατάχθηκε πρόσφατα από την ΕΕ στις «πράσινες μορφές ενέργειας», λόγω της μη έκλυσης αερίων του θερμοκηπίου. Κι αυτό, χωρίς να έχει λυθεί κανένα από τα προβλήματα που πριν λίγα χρόνια την είχαν εξοβελίσει από τα ενεργειακά προγράμματα ολόκληρης της Ευρώπης (διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων, κίνδυνοι διαρροών ραδιενέργειας, ανυπολόγιστες συνέπειες σε περίπτωση ατυχήματος). Επίσης πίσω από την επίθεση στα στερεά καύσιμα βρίσκονται οι επίδοξοι ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγοί, οι οποίοι προκρίνουν το φυσικό αέριο λόγω μικρότερου κόστους επένδυσης και πολύ λιγότερων θέσεων εργασίας, αλλά με πολύ ακριβότερη τελική τιμή της παραγόμενης kWh. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μία μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της τάξης των 400 ΜW, με καύσιμο φυσικό αέριο, απαιτεί για τη λειτουργία της 60 περίπου εργαζόμενους, έναντι 300-350 που απαιτεί μία αντίστοιχη με καύσιμο λιγνίτη ή λιθάνθρακα. Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε τις θέσεις εργασίας για την εξόρυξη του λιγνίτη, ή τις θέσεις εργασίας στα λιμάνια και για τη μεταφορά του λιθάνθρακα. Τόσες θέσεις εργασίας δίνουν ανάσα σε περιοχές που πλήττονται από την ανεργία και διευκολύνουν την ανάπτυξη πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων. Άρα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε αντίθετοι στη χρήση του λιθάνθρακα ως καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή, τονίζοντας όμως ότι αυτό για τη χώρα μας θα πρέπει να γίνει σε ρόλο συμπληρωματικό - και όχι σε βάρος - του εγχώριου καυσίμου μας, του λιγνίτη, όπως επίσης δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υποψηφίων τόπων εγκατάστασης και την επιβάρυνση των γύρω τους περιοχών. Οπωσδήποτε η ύπαρξη λιμενικών εγκαταστάσεων είναι ένας θετικός παράγοντας για την πρόκριση μιάς τοποθεσίας, όπως π.χ. το Αλιβέρι, όπου και στο παρελθόν είχε διατυπωθεί σχετική πρόταση μετά την εξάντληση του εκεί λιγνιτωρυχείου, όμως κάθε περίπτωση πρέπει να μελετηθεί χωριστά και προσεκτικά ώστε να διαπιστωθεί η σχέση επιβάρυνσης - οφέλους, Σημαντικό επίσης ρόλο, στην ορθότητα της επιλογής εισαγωγής του λιθάνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή, θα παίξει και η τιμή που θα διαμορφωθεί στο μέλλον για το λιθάνθρακα, καθώς η εξάντληση άλλων φυσικών πόρων και η αύξηση της ζήτησής του πιθανότατα θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση της τιμής του, η οποία θα επιβαρύνει και την τελική τιμή της παραγόμενης ενέργειας. Κάτι το οποίο δεν ισχύει για τον εγχώριο λιγνίτη, ο οποίος δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενα σκαμπανεβάσματα στην τιμή των άλλων καυσίμων. Επίσης θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η υλοποίηση όλων των δημοσιοποιημένων σχεδίων του ιδιωτικού (πλην όμως δημοσίως επιδοτούμενου) ηλεκτρενεργειακού τομέα, για εγκατάσταση λιθανθρακικών μονάδων (7 μονάδες συνολικής ισχύος 4.800 ΜW, εκ των οποίων οι 5 από μεικτά σχήματα ΔΕΗ με ιδιωτικές εταιρείες και οι δύο από ιδιώτες) μοιραία θα εκτοπίσει τη χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, με αρνητικές συνέπειες τόσο στην ασφάλεια του εφοδιασμού και στη σταθερότητα των τιμών, όσο και στην οικονομική ανάπτυξη και θα οδηγήσει στο μαρασμό ολόκληρων περιοχών, οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μας βρει σύμφωνους.
Το φαινόμενο του θερμοκηπίου και των ρύπων που το δημιουργούν είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπίζεται με κραυγές και ποινικοποίηση καυσίμων. Άλλωστε το ζήτημα αυτό συνδέεται ίσως περισσότερο με την ικανότητα της φύσης να δεσμεύει το CO2 (ωκεανοί, δάση κ.λπ.) και προς αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε να καταβάλλονται οι προσπάθειες, πράγμα που τόσο οι διεθνείς διασκέψεις για το περιβάλλον, όσο και οι σχετικές οδηγίες της ΕΕ και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους, προτιμούν να το αγνοούν. Τα πορίσματα της επιστήμης δυστυχώς σπανίως παρουσιάζονται αντικειμενικά, η δε μονομερής παρουσίασή τους από τα ΜΜΕ και η διαμόρφωση αντίστοιχης κοινής γνώμης δεν είναι απαλλαγμένη σκοπιμοτήτων.
Εν κατακλείδι, η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου απαιτεί εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό που θα επικεντρώνει στην ορθολογική αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων και έρχεται σε αντίθεση με την κερδοσκοπική λογική της αγοράς. Απαιτεί ακριβές επενδύσεις στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, χωρίς το κριτήριο της κεφαλαιακής απόδοσης (καθώς αυτό θα ανέβαζε σε πολύ υψηλά επίπεδα την τιμή ενός κοινωνικού αγαθού) και για το λόγο αυτό η παραγωγή και διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας θα έπρεπε να είναι δημόσια.
ΜΑΝΟΥΣΑΚΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΧΗΜΙΚΟΣ ΔΕΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.