Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Απατηλές ελπίδες και λαϊκή οργή: η δεκαετία του 1930 επιστρέφει




Ξεχάστε τον παγωμένο χειμώνα. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές δηλώνουν πως έρχεται η άνοιξη. Οι μετοχές ενισχύονται και τα σπρεντ μειώνονται. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας όμως αν το αντέχετε... Οι ομοιότητες με το Μεσοπόλεμο – χρόνια απατηλών ελπίδων – πολλαπλασιάζονται δυσοίωνα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τα διαδοχικά κύματα του κραχ, που στην αρχή είχαν περιοριστεί σε όσους ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, άρχισαν να σαρώνουν τις ζωές όλο και περισσότερων ανθρώπων. ..............Οι σημερινοί, υπό καταδίωξη, τραπεζίτες είναι αξιόθρητες φιγούρες σε σχέση με τους ισχυρούς πλουτοκράτες με τα ημίψηλα καπέλα και το πούρο στο στόμα που ζωγράφιζε ο Τζορτζ Γκρος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Είναι προτιμότερο να παραιτείσαι από έναν τίτλο ή, έστω, ένα μπόνους από το να βρίσκεσαι απαγχονισμένος σε ένα φανοστάτη, αλλά η λαϊκή οργή είναι ίδια...............

.............Τα πλήθη των μεταναστών και των προσφύγων που στα χρόνια της ευμάρειας γίνονταν ανεκτά, σήμερα θεωρούνται η αιτία της ανεργίας ή και μια πιθανή πηγή εξεγέρσεων. Η ανεκτικότητα, που πάντα ήταν εύθραυστη, δίνει τη θέση της στις απόρριψη. Οι δημαγωγοί κερδίζουν έδαφος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες – κατά έναν παράξενο τρόπο μέχρι στιγμής κυρίως στον πλούσιο ακόμη Βορρά και όχι στο χειμαζόμενο Νότο. Μέχρι στιγμής...

Ο οικονομικός διάλογος όπου οι υποστηρικτές της λιτότητας καταφέρονται εναντίον εκείνων που θεωρούν ότι η στήριξη της απασχόλησης είναι το πρωταρχικό καθήκον σε τέτοιους καιρούς, θα ήταν πολύ οικείος σε όποιον έζησε στη δεκαετία του 1930. Θεωρείται αγένεια να κατηγορούμε τους εισηγητές του νέου δημοσιονομικού συμφώνου ότι ξέχασαν το δίδαγμα των γερμανικών επανορθώσεων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το σύμφωνο επαναλαμβάνει το ίδιο διανοητικό σφάλμα και αυτό πρέπει να λέγεται. Μπορεί να είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η στήριξη της Γερμανίας, το ίδιο απαραίτητες όμως ήταν οι πολεμικές επανορθώσεις – ίσως και πιο δίκαιες – για να διασφαλιστεί η στήριξη της Γαλλίας στη Συνθήκη των Βερσαλιών του 1919. Αλλά αυτό δεν το καθιστά καλή ιδέα. Και επιπλέον η Γερμανία, που έχει ήδη τα δικά της δημογραφικά προβλήματα, δεν μπορεί να πληρώσει πλέον για όλα τα προβλήματα της Ευρώπης, όπως δεν μπορούν οι πλούσιοι να πληρώσουν για όλα τα προβλήματα του κόσμου.

Οι ΗΠΑ, κλονισμένες από το χρηματοπιστωτικό κραχ και όσα το ακολούθησαν, αποσύρονται σταδιακά από τις περιοδικές υπερπόντιες δραστηριότητές τους, αντιλαμβάνονται το πικρό κόστος και γίνονται εσωστρεφείς. Τα ωφελήματα της διεθνούς προβολής της αμερικανικής ισχύος τα αντιλαμβανόμαστε πάντα ευκολότερα όταν αυτή απουσιάζει.

Με τις αναδυόμενες χώρες να επανεξοπλίζονται, η διεθνής τάξη σαν σύνολο αποδυναμώνεται όπως είχε συμβεί και το 1930, όταν η Κοινωνία των Εθνών έχασε την αποτελεσματικότητά της. Η δυσκολία της παγκόσμιας κοινότητας να αντιμετωπίσει τη βίαιη καταστολή των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων στη Συρία και τις εξελίξεις στο Ιράν μας το θυμίζουν αυτό κατά τρόπο οδυνηρό. Παράλληλα βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται κάποια μετριοπαθή παραδείγματα προστατευτισμού. Δεν απειλούν ακόμη την παγκόσμια εμπορική τάξη, αλλά η αποτυχία ενός γύρου συνομιλιών της Ντόχα και η ενίσχυση του μερκαντιλισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο δηλώνουν όχι μόνο ότι το ρεύμα αντιστράφηκε αλλά και ότι η Δύση χάνει τη βούληση αλλά και τη δυνατότητα να επιβάλλει τις ιδέες της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χάνει εμφανώς την ισχύ της πάνω στα κράτη μέλη. Οι σύνοδοι κορυφής γίνονται ακόμα στις Βρυξέλλες αλλά δεν είναι πια οι Βρυξέλλες που χαράσσουν πολιτική.

Οι παράγοντες της επενδυτικής τραπεζικής μπορεί να βρίσκονται σε υποχώρηση, όμως οι ιδέες τους – όπως συχνά συμβαίνει – ζουν περισσότερο από τους γεννήτορες τους. Η αποκληθείσα ‘χρηματοπιστωτική μηχανική’ παραμένει μαζί μας, θέτοντας τα κίβδηλα θαύματά της στην υπηρεσία των κυβερνήσεων. Συνεπώς, παραμένει ισχυρή η πίστη – ακόμη ή και ιδίως μεταξύ εκείνων που μισούν τους τραπεζίτες – ότι μια χρηματοπιστωτική λύση, που περιλαμβάνει ‘τείχη προστασίας’, ‘μπαζούκας’, μόχλευση και απίθανα βουνά χρήματος, μπορεί να λύσει την κρίση του ευρώ. Αυτό δεν γίνεται. Όλα αυτά μπορούν να αγοράσουν χρόνο, όπως κάνει και η τερατώδους μεγέθους παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που πλημμυρίζει το τραπεζικό σύστημα με ρευστότητα – αλλά η αγορά χρόνου έχει κόστος.

Σε μεγάλο βαθμό συνεργαζόμενες, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν συνταγές σε μια κλίμακα δίχως προηγούμενο για την παγκόσμια οικονομία οι οποίες συγκαλύπτουν το πρόβλημα. Η απο-μόχλευση βρίσκεται ακόμη στα πρώτα της στάδια και η μέρα ή η δεκαετία του απολογισμού παίρνει διαδοχικές αναβολές. Αυτό το ζεστό ντους ρευστότητας όχι μόνο βοηθά στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών αγορών αλλά κρύβει και από τα θύματα του κραχ την έκταση των ζημιών που προκάλεσε αυτό. Και όπως είχαμε δει στην Ιαπωνία κατά τη δεκαετία του 1990, είναι δύσκολο για τις οικονομίες να ανακάμψουν πραγματικά μέχρι να αναγνωριστούν οι ζημιές.

Η αναγνώριση των ζημιών από το δημόσιο χρέος μπορεί να είναι απαραίτητη αλλά θα οδηγήσει σε βαθύτατες ανατροπές. Κάθε τράπεζα και κάθε κεντρική τράπεζα στηρίζεται στο μύθο του δημοσίου χρέους. Από τη στιγμή που πολλές κοινωνίες δεν έχουν άλλη λύση από το να κοινωνικοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών, περιμένουμε ότι η υπερχρέωση του δημοσίου σε πολλές φερέγγυες ακόμη χώρες θα φτάσει σε αναλογίες του ΑΕΠ πολύ υψηλότερες από τις σημερινές και πολλές τράπεζες θα περάσουν στο κράτος. ..........
Πηγή: banksnews

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.