Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Για τη φύση του χρήματος-Οι αφετηρίες


Γιώργος Π. Τριανταφυλλόπουλος
aristeroblog
Το χρήμα. Τι είναι τελικά το χρήμα; Είναι τα μικρά κομματάκια τυπωμένου χαρτιού που έχουμε στα πορτοφόλια μας; Είναι τα κέρματα που κουδουνίζουν στις τσέπες μας; Είναι οι πλαστικές πιστωτικές κάρτες με τις οποίες μπορούμε να αποκτάμε αγαθά και υπηρεσίες; Είναι τα μελλοντικά συμβόλαια αγοράς σιτηρών που έκλεισε ένα fund στο city; Τι ήταν αρχικά το χρήμα και πως εξελίχτηκε κατά την ιστορική διαδρομή του; τι είναι σήμερα το χρήμα, ένας τάχα αυτοαναπαραγώμενος πλούτος; Στα παραπάνω ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από την ιστορία του χρήματος από το 1000 και μετά και φτάνοντας ως σήμερα. Μέσα από την  ιστορία του χρήματος θα μπορέσουμε να διαγνώσουμε τα στάδια από τα οποία πέρασαν δύο κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός.  Μια ιστορία επομένως συνδεδεμένη με τη γέννηση, την ανάπτυξη και την κυριαρχία του καπιταλισμού μέχρι τη σημερινή του φάση, μια φάση που στηρίζεται ακριβώς στο χρήμα. 
Η Δυτική Ευρώπη δεν περιέπεσε ποτέ σε κατάσταση φυσικής οικονομίας αν και κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα η νομισματική κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Οι περισσότερες συναλλαγές, σε τοπικό επίπεδο, γίνονταν με τη μέθοδο της ανταλλαγής των προϊόντων, αντιπραγματισμός δηλαδή, και η διαφορά στην αξία των ανταλλασσόμενων προϊόντων καλυπτόταν με μικρά ασημένια νομίσματα. Το μεγαλύτερο εμπόριο απαιτούσε την χρήση χρυσού νομίσματος και ως τέτοιο χρησιμοποιείτο το Βυζαντινό χρυσό solidus, ένα νόμισμα με σταθερή αξία μέχρι το 1100 τουλάχιστον. Το 758 ο Πεπίνος έκοψε ένα νέο αργυρό  δηνάριο και ο Καρλομάγνος το τυποποίησε σε όλο το βασίλειο του σε μονάδες των δώδεκα αργυρών δηναρίων ( 12 δηνάρια ή πένες=1 σολδίο ή σελίνι ) και σε μονάδες των 20 σολδίων ( 20 σολδία ή σελίνια=1 λίρα ). Το αργυρό αυτό  δηνάριο αποτέλεσε, επί πέντε περίπου αιώνες, το μοναδικό χρησιμοποιούμενο δυτικοευρωπαϊκής κοπής νόμισμα.
Όταν κατά τον δέκατο αιώνα η γερμανική οικονομία ανέκαμψε, άρχισε η εξόρυξη αργύρου στα αργυρωρυχεία του  Ραμμελσπεργκ, ιδρύθηκαν νομισματοκοπεία και ξεκίνησε η κοπή αργυρών νομισμάτων. Ενώ λοιπόν κατά τη διάρκεια του εντέκατου και  δωδέκατου αιώνα η εμπορική δραστηριότητα στη Δυτική και βόρεια Ευρώπη εντείνεται και επεκτείνεται, τα νομίσματα με τα οποία καλυπτόταν αυτή η δραστηριότητα ήταν το solidus, μουσουλμανικά και τοπικά νομίσματα.
Η παραπέρα επέκταση του εμπορίου αλλά και η πολιτική ισχυροποίηση των ιταλικών ιδιαίτερα πόλεων, έκανε δυνατή και αναγκαία την κοπή και κυκλοφορία περισσοτέρων και μεγαλύτερης αξίας νομισμάτων. Στο πλαίσιο του πολιτικού κατακερματισμού όλης της δυτικής Ευρώπης κάθε ηγεμόνας ή ηγεμονίσκος θεωρούσε σκόπιμο να κόβει νομίσματα, πράγμα που επέτεινε την νομισματική σύγχυση.       
Η Βενετία ήταν η πρώτη εμπορική πόλη που έκοψε και έθεσε σε κυκλοφορία, το 1202, ένα μεγαλύτερο από τα κυκλοφορούντα, αργυρό νόμισμα. Ήταν το grosso ή metapan που περιείχε 2,18 γραμμάρια καθαρού αργύρου 965 βαθμών και ήταν ίσο με 24 δηνάρια. Είχε βέβαια προηγηθεί η καταλήστευση των μουσουλμανικών θησαυρών από τους σταυροφόρους, και το ίδιο θα ακολουθούσε το 1204, με τους θησαυρούς του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της Δ’ σταυροφορίας. Το 1203 η Βερόνα έκοψε κι αυτή ένα μεγάλο ασημένιο νόμισμα το soldo Veronese, με αξία ίση με 12 δηνάρια ακολουθούμενη από τη Φλωρεντία η οποία το 1237 έθεσε κυκλοφορία το δικό της soldo και το Μιλάνο ακολουθεί στα μέσα του αιώνα. Ακολούθησαν κι άλλες πόλεις όπως το Δουκάτο της Απουλίας, με το δουκάτο του, και η Νάπολι με το gigliato το 1285.
Βάση όλων αυτών των νομισμάτων ήταν η ασημένια πένα της Καρολίγγειας κοπής, η οποία ήταν μικρής αξίας και δεν ήταν κατάλληλη για μεγάλες συναλλαγές. Το σελίνι (sous ) και η λίρα ( livre ) ήταν λογιστικές μονάδες και δεν είχαν υπόσταση ως κυκλοφορούντα νομίσματα. Το 1266 ο  Λουδοβίκος της Γαλλίας,  ο επονομαζόμενος και άγιος, έκοψε τη μεγάλη ασημένια τορνέζικη λίρα ( gros tournois), που περιείχε 4,22 γραμμάρια αργύρου και ήταν ίση με 12 δηνάρια. Ο Λουδοβίκος τυποποίησε το νόμισμα και οι βασιλικές κοπές ήσαν οι μόνες νόμιμες στις κτήσεις του, ενώ αλλού κυκλοφορούσαν παράλληλα με τα νομίσματα των τοπικών ηγεμόνων. Το 1290 το tournois αναβάθμισε την αξία του, σε σχέση με το δηνάριο, στα 13 και 1/8 δηνάρια ανά tournois. Η αξία της κοινής ασημένιας πένας άρχισε έκτοτε να υποτιμάται σε σχέση με όλα τα νομίσματα της Ευρώπης.
Το πρώτο χρυσό νόμισμα που κόπηκε στη Δυτική Ευρώπη κόπηκε από τον Φρειδερίκο το Β, στη Σικελία, και ήταν το Αυγουστάλιο ( Augustalis ), το οποίο, αν και η κυκλοφορία του ήταν περιορισμένη, σηματοδότησε μια νέα εποχή για τη Δυτική Ευρώπη. Το Augustalis κόπηκε το 1231, και το 1248  η Βενετία κόβει το δικό της χρυσό νόμισμα, το γνωστό δουκάτο, ακολουθούμενη από τη Γένοβα το 1252 με το januino και τη Φλωρεντία με το florin (φιορίνι ) της, το οποίο και γνώρισε μεγάλη κυκλοφορία ιδιαίτερα στο Βορρά.  Το januino περιείχε 3,5 γραμμάρια καθαρού χρυσού και το florin επίσης 3,5 γραμμάρια.
Το 1257 ο Λουδοβίκος ο Θ’ έκοψε χρυσό νόμισμα, την κορόνα, με αξία ίση με μισή λίρα. Η προσπάθεια της Αγγλίας να κόψει χρυσό νόμισμα την ίδια εποχή, κατέληξε σε αποτυχία λόγω της μικρής της εμπλοκής με το εμπόριο της Μεσογείου, με αποτέλεσμα χρυσό νόμισμα να κοπεί στην Αγγλία το 1344. Το χρυσό januino ή genovino είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία στο Νότο και με το πέρασμα του χρόνου αντικατέστησε το δηνάριο στο εμπόριο της Μεσογείου.
Η ανάπτυξη των εμπορικών διαδικασιών στη ζώνη της Βόρειας θάλασσας είχε σαν αποτέλεσμα πολλές χώρες της περιοχής να κόψουν μεγάλα ασημένια νομίσματα. Η Ολλανδία πρώτη ακολουθούμενη από την Brabant και τη Λιέγη κυκλοφόρησαν αργυρά νομίσματα το 1268 το 1225 και το 1302 αντίστοιχα. Όλες αυτές οι εκδόσεις είχαν σαν πρότυπο το gros tournois της Γαλλίας και κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα πoλλοί ηγεμόνες και πόλεις της Γερμανίας έκοψαν νομίσματα πάλι με το ίδιο πρότυπο. Η Αγγλία έκοψε ένα groat με αξία τέσσερις μόνο πένες.
Προς το τέλος του δεκάτου τετάρτου αιώνα διάφορες χώρες άρχισαν να κόβουν πλέον χρυσά νομίσματα. Η Αραγόνα, οι Κάτω Χώρες, όπως το gulden των Κάτω Χωρών. Παρ ότι στη Γαλλία εγκαταστάθηκε μια εθνική νομισματοκοπή χρυσού νομίσματος γύρω στο 1290, δεν καθιερώθηκε κάποιο πρότυπο ως το 1385  οπότε εκδόθηκε το ecu, που περιείχε 4,079 γραμμάρια χρυσού και ήταν ίσο με το livre tournois που καθιερώθηκε ως πρότυπη μονάδα υπολογισμού. Η Αγγλία έκοψε το 1344 το noble που ήταν ίσο με μισό μάρκο ή με το ένα τρίτο της λίρας.
Στο πεδίο των μικρών ασημένιων νομισμάτων κυκλοφορούσαν από τον δωδέκατο αιώνα το δηνάριο στην Ιταλία, Γαλλία και σε κάποια μέρη της Γερμανίας, η πένα στην Αγγλία και το pfennig ή bracteates στις χώρες της Βαλτικής, τη Σαξονία, και ανατολικότερα. Ο διμεταλλισμός ήταν παρών σε όλη τη Δυτική και βόρεια Ευρώπη από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά. Αρχικά ο χρυσός βρέθηκε στα χέρια των δυτικών με την λεηλασία και την αρπαγή κυρίως, αλλά όσο εντεινόταν η εμπορική δραστηριότητα με την Ανατολή χρυσός εισέρρεε και από τις εμπορικές ανταλλαγές. Μετά τον δέκατο έκτο αιώνα μεγάλες ποσότητες χρυσού εισέρρευσαν στην Ευρώπη, μέσω της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, από την Αφρική και την Αμερική.
Στην Ευρώπη  λοιπόν κυκλοφορούσαν από τον δέκατο τρίτο αιώνα και μετά, ένας μεγάλος αριθμός νομισμάτων από διάφορες χώρες και με διάφορες περιεκτικότητες σε χρυσό και άργυρο καθώς  και με διάφορα βάρη. Οι διάφορες οι κοπές δεν ήσαν τυποποιημένες, και με το πέρασμα του χρόνου τόσο η περιεκτικότητα σε πολύτιμο μέταλλο όσο και τα βάρη άλλαζαν, με βασικό χαρακτηριστικό την μείωση της περιεκτικότητας ή του βάρους ή και τα δύο. Η υποτίμηση των νομισμάτων ήταν ο γενικός κανόνας.
Οι Γάλλοι στα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνα μείωσαν την καθαρότητα του νομίσματος στη νέα έκδοση blanc και ακόμη περισσότερο στην έκδοση albus. Το ασημένιο μάρκο της Κολονίας ισοδυναμούσε με 55 groschen το 1226, 91 το 1350, 70 το 1378 και 100 το 1459. Το φλωρεντινό florin ήταν ισοδύναμο με 20 soldi το 1252 αλλά το 1480 με 111 soldi. Το νόμισμα που υποτιμήθηκε ιδιαίτερα ήταν το δηνάριο, το οποίο στο τέλος του Μεσαίωνα έγινε γνωστό ως μαύρο χρήμα (monnaie noire). ( από TUMA). Υποτιμήθηκε επίσης και το ecu και το noble με μειώσεις του βάρους η της περιεκτικότητας.
Στα παρακάτω διαγράμματα προβλέπουμε τη συνεχή μείωση της περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο σε μια σειρά ευρωπαϊκών νομισμάτων, για μια περίοδο από τα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα έως και τα μέσα του δέκατου όγδοου. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των νομισμάτων είναι η συνεχής μείωση της περιεκτικότητας τους σε πολύτιμο μέταλλο. Πηγή eparistera

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση...και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις, προσβλητικά, υποτιμητικά και υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.
Προειδοποίηση: Περιεχόμενο Αυστηρώς Ακατάλληλο για εκείνους που νομίζουν ότι θίγονται προσωπικά στην ανάρτηση κειμένου αντίθετο με την ιδεολογική τους ταυτότητα ή άποψη, σε αυτούς λέμε ότι ποτέ δεν τους υποχρεώσαμε να διαβάσουν το περιεχόμενο του ιστολογίου μας.